Δυστοπία

1755

Γράφει ο Γιώργος Δασιόπουλος

untitled

Κλείνω τα μάτια τόσο που δεν βλέπω. Ή, μάλλον, βλέπω…Την ανθισμένη νιότη μου. Είμαι ένα αγοράκι που στήνει μια ξώβεργα, και ένας μεγαλύτερος ετοιμάζει μια παγίδα για μένα.

Ξάφνου τ’ ανοίγω. Είμαι γυμνός στο Μετρό, Σταθμός 47. Από τα ηχεία ακούγεται αχνά κλασική μουσική. Είναι το Αλλεγκρέτο από την 7η του Μπετόβεν, ίσως η πιο δυστοπική μελωδία που επινόησε ποτέ ο ανθρώπινος νους, να τώρα, λίγο πρίν την κορύφωση. Έριν, Έριν, του Βορρά χαρούμενο πράσινο το Τέλος ή Η αρχή της ασημένιας θάλασσας.

Διακρίνω θολά μια αγαπημένη μορφή. Την εικόνα της Μέριλυν σταυροπόδι σε μια κούνια να διαβάζει νωχελικά τον «Οδυσσέα» του Τζόυς. Η ομορφότερη γυναίκα του 20ου αιώνα διαβάζει τον μεγαλύτερο συγγραφέα του 20ου αιώνα! Δυστοπία. Πτώματα διαμελισμένα και διασκορπισμένα παντού. Οι άνθρωποι τρέχουν σαν σε κυνήγι χαμένου θησαυρού. Το κυνήγι της χαμένης Ευρώπης. Καπνός και ουρλιαχτά. Μέσα σε καπνούς και ουρλιαχτά γεννήθηκε η Ευρώπη, σε καπνούς και ουρλιαχτά συνεχίζει. Η Μέριλυν, προφανώς, έχει γυρίσει μια τυχαία σελίδα του «Οδυσσέα» για τις ανάγκες της φωτογράφισης και υποδύεται πως διαβάζει, εικάζω την σελίδα όπου ο κύριος Μπλουμ ακούει τον ήχο στα τενεκεδένια τοιχώματα που βγαίνει από την Μόλλυ.

Φανού Αυγή. Φωνές Αυγές. Βίδα στο σώμα θύματος από τις επιθέσεις. Είχαν καρφιά και βίδες για να γίνει μεγαλύτερη η επίθεση. Το αίμα από το Παρίσι δεν πρόλαβε να στεγνώσει, στάμπες από αίμα στα τενεκεδένια τοιχώματα της Μόλλυ Μπλουμ.

Ανοίγω ξανά τα μάτια. Ντυμένος με κόσμο γύρω. Δυστοπία. Κοιτάζουν τα κινητά τους και σηκώνονται. Έρχεται το τρένο. Τώρα που την ξανακοιτώ, διαβάζει με τα χείλη ανοιχτά, την τελευταία σελίδα. Ναι, διαβάζει τον οργασμικό μονόλογο της Μόλλυ. Κοιτάω γύρω μου, χαμογελώ, τώρα ακούγεται Μάλερ, είναι σαν επιστολή από την Κουρλάνδη. Ναι. Αυτό διαβάζει η Μέριλυν.

I said yes I will Yes…