Η Μεγάλη Παρασκευή – Το απόλυτο πένθος

1645

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους για όλη την Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας, (όλοι πρέπει να πιούμε τουλάχιστον μία κουταλιά ξύδι) είναι η μέρα που γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος, κορυφώνονται τα Πάθη του Χριστού και γίνεται η σταύρωση του Χριστού.

Η ημέρα είναι αφιερωμένη στις τελευταίες ώρες πριν την σταύρωση. Ο Χριστός μετά την σύλληψή του από την προδοσία του Ιούδα, δικάστηκε από τους Αρχιερείς που είχαν πληρώσει τα 30 αργύρια και καταδικάστηκε.

Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο.
Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Για αυτό το λόγο, εκτός από την κατανάλωση ξυδιού σήμερα, σε πολλές περιοχές βράζουν σαλιγκάρια και πίνουν το ζουμί, τη χολή.

Μέχρι λίγο πριν τις 11:00 το πρωί τελείται η λειτουργία των Μεγάλων Ωρών όπου οι γυναίκες μοιρολογούν και κλαίνε για τον Χριστό ενώ παράλληλα προσκυνούν και αποτείνουν φόρο τιμής στον σταυρωθέντα Χριστό.
Ο επιτάφιος έχει ήδη στολιστεί και τελείται ολονυχτία στις περισσότερες εκκλησίες της Ελλάδας.Το μεσημέρι ο Χριστός αποκαθηλώνεται και τοποθετείται στον Επιτάφιο όπου θα γίνει η περιφορά του το βράδυ.

Ο Επιτάφιος Θρήνος

Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι’ ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.

Ιησού Χριστέ μου,
Βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας;
ή το γένος απολύσαι των βροτών.

Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.

Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.

Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.

Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.

Άδης πως υποίσει
παρουσίαν την σήν,
και μη θάττον συντριβείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη τυφλωθείς;

Ιησού, γλυκύ μοι
και σωτήριον φως,
τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!

Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.

Ώ θαυμάτων ξένων!
ώ πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.

Και εν τάφω έδυς,
και των κόλπων, Χριστέ,
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.

Αληθής και πόλου
και της γης Βασιλεύς,
ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει, Ιησού.

Σου τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια,
και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.

Ο την γην κατέχων,
τη δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,
τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής.