Ο αιώνας της Ροζίτας

1859

Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης

Όταν πρωτοπήγα νεαρός ανταποκριτής της Γραμμής Α.Ε. στο Παρίσι, στο Φεστιβάλ Καννών το 1987, έμαθα ότι υπήρχαν 4-5 κριτικοί κινηματογράφου οι οποίοι είχαν ανελλιπή παρουσία από το 1946, δηλαδή από την αρχή του. Εις εξ αυτών ήτο η Ροζίτα Σώκου. Όταν αργότερα βρέθηκα στην Ελλάδα και δημιουργήσαμε το Life & Style, θεώρησα χρέος μου να δημοσιεύσω ένα αφιέρωμα για τον μισό αιώνα και βάλε, παρουσίας της Ροζίτας στο μείζον κινηματογραφικό γεγονός που διοργανώνεται κάθε Μάιο στη λουτρόπολη της Νοτίου Γαλλίας. Είχε τόσα πολλά να διηγηθεί, που οι δέκα σελίδες του άρθρου, μαζί με τις σπάνιες φωτογραφίες που μας παρεχώρησε, φάνηκαν λίγες.

Το 2013 της τηλεφώνησα για να της ζητήσω μία συνέντευξη για τη στήλη μου «Στο Τραπέζι με…», που εδημοσιεύετο κάθε Σάββατο στα «Παραπολιτικά». Εδέχθη μετά χαράς. Της πρότεινα ένα γνωστό εστιατόριο στο κέντρο, αλλά αντιπρότεινε το σπίτι της: «Αυτά που θα σου μαγειρέψω, αγαπητέ μου, δεν θα τα φας πουθενά». Τι να πω, εδέχθην κι εγώ μετά χαράς. Φθάνοντας στο σπίτι της στον Βύρωνα, με οδήγησε κατευθείαν στο μπαλκόνι. Δεν θα ξεχάσω το σχόλιό της: «Ποιος θεός με φώτισε και πήρα αυτό το σπίτι, σε μία τόσο λαϊκή γειτονιά, πέντε μέρες πριν βγει το ΠΑ.ΣΟ.Κ.; Η αριστοκρατία του Κολωνακίου με σνόμπαρε, αλλά εγώ ήμουν πανευτυχής».
Είχε κρατήσει ένα ροζ μπαλόνι με τον αριθμό 90, ανάμνηση από το πάρτι γενεθλίων που διοργάνωσαν προς τιμήν της οι φίλοι της. Είχε φροντίσει δε να μου εκμυστηρευτεί ότι με την πενιχρή της σύνταξη δεν μπορούσε να καλεί κάθε Σάββατο όπως άλλοτε, ιδίοις εξόδοις, έτσι ο κάθε ένας από τους προσκεκλημένους της, έφερνε άλλος το κρασί, άλλος το ψωμί, άλλος τα μακαρόνια. «Έχουμε πολύ κόσμο στο σινάφι μας που γέρασε και πάσχει από μοναξιά. Επιθυμώ όλοι αυτοί να έχουν να πάνε κάπου το Σάββατο», απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση μέσω υμών.

Ο λόγος που είχα ζητήσει να τη συναντήσω, πέραν του σεβασμού προς το πρόσωπο και την ιστορία της, ήταν οι πρόσφατες βιτριολικές δηλώσεις της κατά της Μελίνας Μερκούρη. «Όλοι γνώριζαν ότι η Μελίνα καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, τα είχε με τον μαυραγορίτη και συνεργάτη των κατακτητών, Γαδικιάρογλου. Η Μελίνα δεν ήταν ποτέ ηθοποιός, εκτός από τη «Στέλλα» όπου την κουμαντάρισε σωστά ο Κακογιάννης», είχε επιμείνει στις απόψεις της, επιβεβαιώνοντας τη φήμη της ”φαρμακόγλωσσας”, μία φήμη που ίδια αρνείται, θεωρώντας ότι αποτελεί μέρος της δουλειάς του κριτικού.

Ορισμένοι περιορίσθηκαν στην κουτσομπολίστικη πλευρά της αυτοβιογραφίας της, όπως τα μόνιμα βέλη κατά της Μελίνας ή τη φράση της μητέρας της Αλίκης προς την κόρη της «καλύτερα να πεθάνει, παρά να γεράσει» ή ακόμη τον ανεκπλήρωτο έρωτα του Λουκίνο Βισκόντι προς τον Σπύρο Φωκά, όταν γύριζε την ταινία «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του». Όμως παίρνοντας στα χέρια μου τον δεύτερο τόμο της αυτοβιογραφίας της «Ο αιώνας της Ροζίτας», σε επιμέλεια της κόρης της Ιρένε Μαραντέι, ταξίδεψα σε μία ενδιαφέρουσα ζωή μέσω του καλογραμμένου βιβλίου της.

Έμαθα μεταξύ άλλων ότι πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά ο Γιάννης Τσαρούχης την απέτρεψε από το να κάνει καριέρα στη ζωγραφική λόγω ελλείψεως ταλέντου, ότι διοχέτευσε το ταλέντο της στο γράψιμο στην κριτική κινηματογράφου, επισκεπτόμενη έξι με επτά φεστιβάλ τον χρόνο και βλέποντας τέσσερις με πέντε ταινίες την ημέρα, ότι γνώρισε πολλούς χολιγουντιανούς αστέρες, ανάμεσά τους και τον Μάρλον Μπράντο, ο οποίος κοσμεί το εξώφυλλο του δεύτερου τόμου, ότι είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, όπως το ίδιο συνέβη και με τον Μάριο Φραγκούλη, για τον οποίο προέβλεψε θέση στον οικογενειακό της τάφο στο Α΄ Νεκροταφείο κ.ά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταγραφή από το 1981 έως σήμερα των θανατικών των φίλων της. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Αλεκός Πατσιφάς, ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, ο Αλέκος Σακελάριος, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ελένη Βλάχου, ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Χορν, η Ίλυα Λιβυκού, ο Δημήτρης Ποταμίτης, ο Μάριος Πλωρίτης, η Ντένη Βλαχιώτη, ο Μπαρ-Μπαρ, και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Λεωνίδας» στην Επίδαυρο.

Κλείνω με ένα απόσπασμα επί του θέματος:
«Ναι. Με τα χρόνια, όλοι σχεδόν οι παλιοί μου φίλοι, πέθαναν. Οι περισσότερες συμμαθήτριες, οι παρέες της Κατοχής, αυτοί που αγάπησα, αυτοί που με μίσησαν, αυτοί που τους θαύμαζα και έδωσα μάχες γι’ αυτούς, αυτοί που με έβριζαν επειδή τους έγραψα κακές κριτικές. Ακόμη κι αυτοί που ήταν νεότεροι από μένα.
Δεν πηγαίνω ποτέ σε κηδείες. Αντίθετα, γνωρίζω συνεχώς καινούργιο κόσμο, νέους ανθρώπους – φίλους φίλων, νέους σκηνοθέτες και ηθοποιούς που έρχονται να με συναντήσουν για να κουβεντιάσουμε το νέο τους έργο.
Επιμένω να μην θέλω κανέναν να μείνει μαζί μου. Εκτός από την κόρη μου, δεν έχω ανεχθεί για πολύ τη συμβίωση και τώρα πια που έχω μάθει μόνη μου, ούτε με εκείνη θα μπορούσα. Και μένω μόνη, σε μία ηλικία που ο Πτολεμαίος (ο περίφημος θείος του Τέλη και γιατρός της οικογένειας, για κάθε είδους ασθένεια), συνομήλικός μου και ακμαίος, μου έχει πει πως οπωσδήποτε πρέπει να έχω έναν άνθρωπο σπίτι γιατί έτσι, ξαφνικά… ”μπαμ και κάτω”»

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή»