Ο εθνικός μας σουρεαλιστής

2531

Γράφει ο Γιώργος Δασιόπουλος

untitled


Έχεις δει τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο». Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις δει τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο». Στην τελική, εάν δεν έχεις δει τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο», θα πρέπει να θεωρηθείς κοινωνικά και ηθικά απροσάρμοστος και επιβάλλεται η κράτηση σου στο Γκουαντάναμο της Αισθητικής. Τουλάχιστον, το σχίσιμο του ματιού. Το ακόνισμα του ξυραφιού, το σχίσιμο του φεγγαριού από το ελαφρύ σύννεφο. Τη χούφτα με την μυρμηγκοφωλιά, τους επισκόπους με το πιάνο… Κάθε σεκάνς- όσο παράλογη ακούγεται η έννοια μιας ολοκληρωμένης νοηματικής ενότητας στη συγκεκριμένη ταινία- είναι μια σουρεαλιστική σελίδα από τα λερωμένα Άσματα του Μαλντορόρ, σβησμένα σε φτηνό κρασί ξενοδοχείου, ανάμεσα σε ξερατά και ακρωτηριασμένους νάνους να αυνανίζονται.
 
Όλα τούτα σε ένα τσουβάλι και συνθέτουν τον εθνικό μας σουρεαλιστή. Τον Αλέξη Τσίπρα. Α…και λίγο Ντράγερ μέσα από τις «Σχισμένες Σελίδες». Ντανταϊστής, μποξέρ-ποιητής, ένας σύγχρονος Γκρύνεβαλντ, μια χαοτική ετερνιτάτις στο Χαλιφάτο Του Μυστρά Του Σάο Ρόκε Ντο Πίκο, Επί Ραδονίου Της Ισλανδικής γλώσσας Υπό Της 6ης Του Αυγούστου Το Έτος 1825, Οπότε Η Βολιβία Κέρδισε Την Ανεξαρτησία Της Από Το Περού, Παλαιοντολογικών Αναφορών, Εκεί Δα Στον Βράχο Blarney. Μια αξεπέραστη περσόνα, πάνω από κομματικές νόρμες, χρώματα, κολλαγόνα και λεκιασμένες ξαπλώστρες της Μυκόνου. Ο Εθνικός μας Σουρεαλιστής.
 
Αυτό το βλέμμα… Ο Ταμίας Ο Παρίας Εξέχων Υποκινούμενο Μέλος Του Νατουραλισμού Κρίνοντες Επί Σπονδήν Υπέρ Ναού Ευαγγελιαμού Θεοτόκου Αλεξάνδρειας Υπό Τον Πατριάρχην Ιερόθεον Τον Β’. Αυτό το βλέμμα, το περυσινό, το ακανθώδες, στην ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, το λατρεμένο βλέμμα, παρμένο από το βιβλίο του Ζακ Ριγκώ, την στιγμή που σκύβει το κορίτσι του να τον φιλήσει και δέχεται μια γροθιά, έτσι για την καύλα της στιγμής, το βλέμμα της προτσαρικής συνείδηση του ωφέλιμου, το κερδισμένο από τη δίψα της μάζας για πράσινα αρρωστημένα φλέματα και πρωτόλειο σπέρμα, το ακανθώδες πεδίο της κυριαρχίας στην επεξεργασμένη σκόνη από φιρμάνι ταριχευμένου υποχόνδριου Βόλσκου. Ω! Αυτό το βλέμμα! Ο σουρεαλισμός σε διατεταγμένη υπηρεσία να απευθύνεται σε ένα απαίδευτο βαλκανικό οχετό που η μοναδική του σχέση με τον σουρεαλισμό είναι η κολονοσκόπηση σε χιπστεράδικα στέκια.
 
Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μια βουτιά στο ασυνείδητο όλων μας. Βούτηξε, όπως ο Τζόυς και η κόρη του Λουτσία και τον περιμένουμε να ανέβει στην επιφάνεια.
 
Το σαλιγκάρι είναι περήφανο
κάτω απ’ το χρυσό του καπέλο
το δέρμα του είν’ ήσυχο
μ’ ένα γέλιο χλωρό
κουβαλάει ένα τουφέκι από ζελατίνα

ο αετός έχει τις χειρονομίες του εικαζομένου απείρου
το στήθος του είναι γεμάτο από αστραπές
 
Αγοράκι που στήνει μια ξόβεργα και φιλά το μέτωπο… που ξυπνάς νωχελικά μέσα στην πρωινή αχλύ… που πίσω του ανοίγονται κρασιά, άλλες κοινωνίες, άλλα πάθη, χέρια στο μέτωπο που σβήνει και σε λίγο θα χαθεί, θα εξαϋλωθεί μέσα από τις γρίλιες… να μένει να κοιτά, τρώγοντας το κουφάρι του νεκρού Αχέροντα, καθώς οι γιατρεμένοι δεν έχουν ανάγκη γιατρού. Και εμείς στην επιφάνεια, στηριζόμενοι στα άχρηστα δεκανίκια της έννοιας δικαιοσύνης που σφαδάζει από ηδονή, καθώς αυνανίζεται με ένα αιχμηρό φύλλο από τη λάσπη της Πνύκας.
 
Δεν γίνεται να τον αντιπαθήσεις. Υπηρετεί το κίνημα με αυταπάρνηση, θυμίζει κάτι από Ζαρύ όταν βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να πυροβολεί τους περαστικούς για πλάκα. Στερεωμένη εφηβεία, ανάμεσα σε μιζέγια για τους μίζεγους, απολογία για τους απολογορυμαγδούς και συμβόλαια έρωτος και ηθικής. Μονοχόνδριοι κυβελήδες, αρχαίοι εραστές και σύντροφοι της Κυβέλης, οι οποίοι αλόφρονες μυσταγωγοί της κακουχίας, ριγήσανε εμπρός στο θαύμα που συνετελέθη ως αβίαστα καμωμένο με την δαμόκλειο λύρα, η οποία αχνοφαίνεται στο βάθος της βουής, βοώντος εν τη ερήμω.
Είναι ο υιός της γάτας των Ιμαλαΐων, ευ οίκον νους, ευήκοον ους, ω! φερέλπιδες μωροί, διακηρύττω τον κτητικό σας πόνο μέσα από τα κτητικά μου όμματα. Στιλβωτήρια ερειπωμένα χωρίς αιδώ που μελετούν προσεχτικά την ύπαρξη εγκατάστασης προγράμματος υποκλοπών, terranova η υφή του χαδιού του, condirobics βεβαρημένο παρόν, στυφό μέλ(λ)ι, αναπόρθητο τιθασεύσιμο παρελθόν. Φώκιες χιλιάδες μετρούσαμε όλη τη νύχτα να μας σκουπίζουν τον ιδρώτα της στέρησης και να απομακρύνονται γελώντας. Μη μπορώντας να λυθούμε από τα πανιά που συγκρατούσαν τα δάχτυλά μας στα εικονίσματα, τραγουδήσαμε φώκια, χορέψαμε φώκια,  χιλιάδες φώκιες με κέρατα ήπιαμε, φωξάρες, φουκάρες, φεύκες.
 
Λατρεμένο βλέμμα. Το λατρεύω αυτό το βλέμμα και θα ήθελα να το ξαναδώ. Να τρέχουν πανικόβλητοι, να μετράνε τις ουρές τους, να θυσιάζουν τα άσχημα μωρά τους, να αναγγέλλει ξανά δημοψήφισμα για το εάν ο Μπράγκ ή ο Παμπλίτο εισήγαγε τον κυβισμό στον προηγούμενο αιώνα. Έτσι για πλάκα, όπως ο Ζαρύ στο μπαλκόνι του.
 
Καληνύχτα, Αλέξη. Αυτός ο τόπος δεν θα αλλάξει ποτέ.