Ενας θεατρικος, πειστικος, μοντερνος Γκετε

1918

Ας μη γελιόμαστε, αληθινή παράδοση «Φάουστ» στην Ελλάδα δεν έχουμε. Από το κλασικό μας ρεπερτόριο λείπει η τακτική, αδιάλειπτη, γενναία πρόσληψη του ριζικού για τον δυτικό άνθρωπο αριστουργήματος.

Δεν ανιχνεύονται στα κατάλοιπα της σκηνής μας παρά ελάχιστες σοβαρές προσπάθειες, σχεδόν καμιά μεγάλη ερμηνεία. Οι σποραδικές εμφανίσεις του στα προγράμματα είχαν περισσότερο δοκιμαστικό χαρακτήρα, και άφησαν πίσω τους μικρή ή αμελητέα εντύπωση.

Τουλάχιστον έτσι συνέβαινε μέχρι πρόσφατα. Η αλλαγή ήρθε πρώτα με την αξιοπρόσεκτη, μεγάλης κλίμακας προσέγγιση του Μιχαήλ Μαρμαρινού στη Στέγη.

Και τώρα πάλι, στο κατάμεστο Δημοτικό του Πειραιά (που σιγά σιγά ζεσταίνεται και «λιώνει» στο κέντρο της πόλης), η Κατερίνα Ευαγγελάτου φέρνει ένα νέο Φάουστ, απτό, θεατρικότατο, πειστικό, μοντέρνο και ταυτόχρονα ικανό να ικανοποιήσει ένα μέρος από τα θεωρητικά ζητήματα του κειμένου.

Για παράδειγμα, στην παράσταση του Δημοτικού καταλαβαίνουμε καθαρά το εξής: ο Φάουστ δεν είναι θετικός ήρωας, όπως δεν είναι βέβαια και «αρνητικός». Ανήκει σε εκείνους τους πρώτους που υψώνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα και δοκιμάζουν τα όρια της ηθικής εμβολιάζοντας με το μικρόβιο του Κακού πρώτα το δικό τους σώμα.

Επειτα κατανοούμε την άλλη μεγάλη παρεξήγηση: Αυτό που έχουμε όλοι στο μυαλό μας είναι κάποιον γέρο χαρτοπόντικα που θέλει μετά την τόση κλεισούρα να ζήσει για λίγο τη ζωούλα του (με κακές παρέες)… Επειτα κόβουμε την αγωνία του σε φέτες: θεολογική, επιστημολογική, υπαρξιακή αγωνία…

Λησμονούμε ότι στον Φάουστ αυτά τα τρία βρίσκονται ακόμα αδιάλυτα: πως για έναν άνθρωπο της εποχής του Γκέτε η έρευνα ήταν κοινή, είτε έκανε πειράματα με σφαίρες και τηλεσκόπια, είτε μιλούσε για τον Θεό, είτε στοχαζόταν την κατάσταση του εαυτού του.

Σήμερα η επικράτεια της επιστήμης μας είναι βέβαια απείρως μεγαλύτερη από τότε, οι ορίζοντές της όμως είναι ίσως στενότεροι. Σε εκείνη την «επιστήμη» χωρούσε το πνεύμα και η μεταφυσική, τα στοιχεία της φύσης και οι δαίμονες του ανθρώπου.

Ο Γκέτε μπορούσε να εξασκεί μέσω της λογοτεχνίας του μια επιστημολογική διατριβή (ο ίδιος εξάλλου ήταν ένας από τους ασκούμενους στη ρομαντική θεωρία της επιστήμης), κατά τον ίδιο τρόπο που ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Ισαάκ Νεύτων, ένιωθε άνετα να δοκιμάζει αλχημιστικά πειράματα παράλληλα καθώς όρθωνε την ορθολογική Μηχανική του.

Εμείς ακολουθήσαμε από τους δύο τον δεύτερο και κρύψαμε κρίσιμα και καίρια ερωτήματα κάτω από το χαλί των εξισώσεών του. Μέχρι που ξεχάσαμε να ρωτάμε. Στον Φάουστ όμως η νευτώνεια δυναμική δεν θα μπορούσε να λυτρώσει την ψυχή του ήρωα, πολύ απλά γιατί δεν θα μπορούσε να απαντήσει στο πρωτεύον ερώτημα «Τι είναι “δύναμη”;». Αυτή είναι η δική του Κόλαση, και κατά βάθος αυτό είναι η δική μας επιστήμη.

Οφείλουμε επομένως πολλά στην Ευαγγελάτου γιατί μας θυμίζει πως είναι ο Φάουστ που καλεί τον διάβολο, και όχι το αντίθετο. Δεν τον καλεί γιατί θέλει να γίνει νέος ή για να «ξεσκάσει». Η παρουσία του διαβόλου είναι από μόνη της αρκετή: αν όντως υπάρχει, το οικοδόμημα της δυτικής σκέψης καταρρίπτεται, το ίδιο το cogito τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Στο δικό της (πρώτο μέρος του) «Φάουστ» ο Θεός σιωπά, ο άνθρωπος παραμιλά (όταν δεν φλυαρεί απλώς), και, έτσι, ο μόνος που απομένει για να μιλήσει είναι ο Αγγελος του Σκότους. Το δικό του χέρι δίνει βοήθεια στον Φάουστ.

Και εκείνος το αρπάζει σαν καταραμένος που έχει αποφασίσει το τέλος του. Ωστόσο, λύτρωση δεν υπάρχει ούτε εκεί. Οσοι περίμεναν στον «άλλο δρόμο», δεν οδηγήθηκαν πουθενά παρά στην καταστροφή, την ερήμωση, στη διάλυση της αθωότητας και ομορφιάς.

Ο Φάουστ είναι, λοιπόν, η πρώτη εποχή της νεότερης ανθρωπότητας στην Κόλαση. Κατά βάθος, όπως τον ανεβάζει το Δημοτικό, ελάχιστα μοιάζουν να συμβαίνουν στον «έξω κόσμο». Ολα μοιάζουν μετασχηματισμοί του εδώ κόσμου, του μέσα κόσμου, του κόσμου του σκυφτού και χαμηλωμένου στα μέτρα των πολλών.

Με μόνο σκηνικό τους μηχανισμούς του θεάτρου (ένα ασανσέρ, μια καταπακτή, μια οθόνη στο βάθος, από την Εύα Μανιδάκη), ο Φάουστ θα διανύσει μια μεγάλη διαδρομή σε λίγα μέτρα. Θα αναδυθεί στην αρχή από το υπόγειο με ένα μυστικιστικό βιβλίο στα χέρια. Και στο τέλος θα καταδυθεί πάλι εκεί, στην αμφιβολία, το όνειρο, τον σχετικισμό… Ισως, καλύτερα έτσι…

Και όλο αυτό γίνεται με λίγα μέσα. Με ύφος μικτό, που αφήνει χώρο για κωμικές μεταπτώσεις, κάποια διάθεση παρωδίας, ένα κλείσιμο του ματιού προς το κοινό. Η Ευαγγελάτου είναι αποδεδειγμένα σπουδαία δασκάλα συνόλων.

Αρ. Πανταζάρας, Κ. Ευαγγελάτου, Ν. Κουρής
Αρ. Πανταζάρας, Κ. Ευαγγελάτου, Ν. Κουρής | 

Εδώ υπάρχουν δύο σύνολα: το ένα είναι ο Νίκος Κουρής και ο Αργύρης Πανταζάρας, ως «Φάουστ-Μεφιστοφελής». Κανείς από τους δύο δεν είναι ερμηνευτικά αυτόνομος: μόνος του ο Κουρής μοιάζει λίγος για Φάουστ, και ο Πανταζάρας νευρικός πολύ για Μεφιστοφελής.

Αυτό όμως που ενδιαφέρει εδώ είναι κυρίως η συμπλήρωσή τους. Είναι τότε που δημιουργείται η μεταξύ τους αλχημεία και από αυτήν γεννιέται ένα περίεργο δίδυμο σιαμαίων, υπερφυσικό, ικανό να διαπερνά τα φαινόμενα. Δεν είναι πια ο αφέντης-υπηρέτης που ξέραμε αλλά το διονυσιακό δημιούργημα ενστίκτων και βίαιων απωθημένων ενωμένων με τον στοχασμό της ηθικής και του μέτρου.

Αυτή, πιστεύω, είναι η μεγάλη επιτυχία των δύο ηθοποιών: δίνουν ένα ελλιπές επιχείρημα που ολοκληρώνεται στη σκηνή σε κάτι άλλο, μεγαλύτερο.

Μέχρι τώρα βλέπαμε τους Φάουστ και Μεφιστοφελή όπως περίπου τον Αλαντίν και το τζίνι. Τώρα με αυτούς, πρέπει να τον δούμε όπως τον Σούπερμαν με τη στολή του: όταν τη φορά δεν είναι πια ένας κοινός άνθρωπος, δεν είναι πια ο ίδιος. Και δεν είναι πια ελεύθερος.

Το άλλο σύνολο είναι βέβαια οι ανώνυμοι εκείνοι που στροβιλίζονται γύρω από το βασικό ζεύγος. Δύο ωραίες σκηνές: πρώτα ο καβγάς στην ταβέρνα. Και έπειτα η περίφημη νύχτα της Βαλπουργίας, δράση σε μεγάλη ταχύτητα, αναστάτωση και εφιάλτης επενδυμένα με τη βακχική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου.

Η Νάνσυ Σιδέρη δίνει μια Μαργαρίτα παιδίσκη (έτσι τονίζεται ο σατανικός, παιδόφιλος χαρακτήρας του δαιμονισμένου Φάουστ). Είναι κρίμα όμως που δεν εξελίσσεται σκηνικά όσο πρέπει: Η τελική σκηνή θα έπρεπε να τη βρίσκει να έχει ωριμάσει απότομα. Ωραίοι, κωμικοί ρόλοι από τους Δήμητρα Βλαγκοπούλου (αληθινά αξιοπρόσεκτη Μάρθα), Ερρίκο Μηλιάρη (Βάγκνερ), Κλήμη Εμπέογλου (Βάλεντιν), Καλλιόπη Παναγιωτίδου (Λίζα) και Αγησίλαο Μικελάτο.

Είναι αυτό που λέμε μια «μεγάλη παράσταση»; Δύσκολα θα απαντούσα. Και αυτό γιατί διατηρώ στο μυαλό μου συνεχώς όχι μόνο το άλμα, αλλά και το σκάμμα και τον πήχη. Είναι όμως μια απόπειρα που πρέπει να μας κάνει περήφανους.

Είναι μια καλοφτιαγμένη σχεδία θεάτρου, μεστή και λιτή, γεμάτη δύναμη και ρώμη. Παραμένει ανοιχτή σε ερωτήματα που σχετίζονται με το περιεχόμενο του έργου. Και επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα, διαφωτιστική σκιαγράφηση του Φάουστ στην ανοδική του κάθοδο.

Πηγή:
Γρηγόρης Ιωαννιδης, Εφημερίδα των συντακτών