Η τυραννία του θορύβου – άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου

4329

Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος

Ο​​​​ θόρυβος είναι η πιο αδιάκριτη ενόχληση, γιατί ταράζει τις ίδιες μας τις σκέψεις, για να μην πω ότι τις κουρελιάζει. Οταν όμως δεν βρίσκει τίποτε για να ταράξει, εννοείται, ότι δεν θα γίνει αντιληπτός». Αρθούρος Σοπενχάουερ, « Η τέχνη της προσβολής». Προλαβαίνω τους γερμανομαθείς αναγνώστες. Το μετέφρασα πρόχειρα από τα γαλλικά, καθότι τα γερμανικά μου είναι ανύπαρκτα και δεν ξέρω αν το κείμενο έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά. Αν γνωρίζει αναγνώστης, θα του ήμουν ευγνώμων να μου το επισημάνει. Συμπληρώνω με μιαν αποστροφή ενός άλλου Γερμανού συγγραφέα, του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ο οποίος γράφει κάπου ότι ένας γείτονας που κάνει θόρυβο είναι αιτία κατάθλιψης.
Η Ελλάδα παράγει περισσότερο θόρυβο από όσον μπορεί να αντέξει. Από το μηχανάκι που περνάει στον δρόμο και ξεσηκώνει τον κόσμο έως τη δυνατή μουσική στους χώρους εστίασης ή στις αυτοσχέδιες συνελεύσεις στους χώρους που κάποτε ονομάζονταν καφενεία και τώρα τα λέμε «καφέ-μπαρ». Κάποτε κάποιος ιδιοκτήτης ενός από αυτά μου είχε πει ότι, όσο δυνατότερη είναι η μουσική, τόσο λιγότερο συζητούν οι πελάτες μεταξύ τους και τόσο περισσότερο καταναλώνουν. Το οινόπνευμα είναι η προσφορότερη καταφυγή των καταθλιπτικών. Ζω σε μια από τις περιοχές του κέντρου που οι ευγενείς ΜΚΟ τις έχουν χρίσει χώρους υποδοχής μεταναστών. Οι άνθρωποι φωνάζουν, ακόμη και στον διπλανό τους.

Δεν κάνουν εντύπωση σε κανέναν, ακόμη και στις τρεις τα ξημερώματα. Εχουμε συνηθίσει κι εμείς οι ίδιοι να παράγουμε περίσσεια θορύβου, οπότε δεν μας κάνει εντύπωση. Αν η Ελλάδα φορολογούσε τον θόρυβο που παράγεται στην επικράτειά της, ή αν μπορούσε να τον εξάγει για να διασκεδάσει την πλήξη άλλων «αθόρυβων» χωρών, τότε θα είχε λύσει το πρόβλημα του χρέους της. Προς το παρόν απλώς πάσχει από συλλογική κατάθλιψη.
Τον έχουμε συνηθίσει; Ή μήπως δεν μας ενοχλεί; Μήπως η ανοχή μας έχει να κάνει με την ασυνείδητη ταύτιση του θορύβου με τη ζωή; Και μήπως η ταύτιση αυτή, εξίσου ασυνείδητα, μας οδηγεί στην αποδοχή της αρχής ότι, για να ζήσεις, κοινώς για να παραγάγεις θόρυβο, δεν πρέπει να σκέφτεσαι, αφού, όπως πολύ καίρια σημειώνει ο Σοπενχάουερ, ο θόρυβος κουρελιάζει τη σκέψη. Θόρυβος στο πανεπιστήμιο, θόρυβος στις εκκλησίες, θόρυβος παντού. Το παιδί με το μηχανάκι ξεσηκώνει τον κόσμο για να τραβήξει την προσοχή, άρα να καταλάβει ότι υπάρχει. Παράγω θόρυβο άρα υπάρχω.
Οπως οι ερμηνευτές της αρχαίας τραγωδίας φωνάζουν για να πείσουν τους θεατές τους ότι κάτι σπουδαίο γίνεται επί σκηνής, έτσι και οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Οι πολιτικοί δεν ρητορεύουν, δεν μιλούν. Θορυβούν. Οποιος μάλιστα δεν θορυβεί και προσπαθεί να μιλήσει θεωρείται ότι «δεν τραβάει», δεν «έχει τσαγανό» και λοιπά θορυβώδους ελληνοπρεπείας σημαντικά. Παράγοντας θόρυβο, όχι μόνον έχουν καταδικάσει μια κοινωνία σε συλλογική κατάθλιψη, αλλά έχουν κουρελιάσει και οποιαδήποτε σκέψη κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Ο θόρυβος των «Αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος κυοφορούσε τον θόρυβο των Συριζανέλ μεταμορφώνοντας την ισχύ των πολιτικών επιχειρημάτων σε εξάτμιση διτρόχου που διασχίζει την ησυχία της νύχτας, όπως οι σκέψεις το μυαλό της κυρίας Αχτσιόγλου.
Τι έγινε πρώτο; Η κότα ή το αυγό; Δεν μας ενοχλεί ο θόρυβος που παράγει η πολιτική σκηνή επειδή κουρέλιασε την σκέψη μας; Ή μήπως δεν μας ενοχλεί επειδή δεν βρήκε σκέψη για να ενοχλήσει; Διαλέγετε και παίρνετε. Κάποτε θα πρέπει να δούμε και τη μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης, άρα και το τελευταίο της κεφάλαιο, την κατάρρευση, απ’ αυτήν την άποψη. Η ελληνική κοινωνία ηττήθηκε από τον θόρυβο που παράγει η πολιτική της ζωή. Ηττήθηκε η επιχειρηματικότητά της, ηττήθηκε η εκπαίδευση, ηττήθηκε η γλώσσα της, ηττήθηκε ο πολιτισμός της. Δέκα χρόνια τώρα δεν βγάλαμε ούτε ένα καινούργιο τραγούδι, ούτε μία ταινία που να δείχνει ότι κάτι άλλαξε μέσα μας. Μας έφτανε ο θόρυβος της πολιτικής σκηνής. Πώς να επινοήσεις οτιδήποτε όταν όλοι γύρω σου φωνάζουν; Δίκιο έχουν όσοι φωνάζουν, ας είναι και τριάντα νοματαίοι που κλείνουν το κέντρο της Αθήνας για να παράγουν θόρυβο.
Λίγη ησυχία παρακαλώ. Μπας και καταφέρουμε να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, να πλυθούμε, να ξυριστούμε, αν χρειάζεται, και να ξαναβρούμε την απωλεσθείσα ευπρέπεια.

πηγή: εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ