Nammos

6817

Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης

Διάβασα τις προάλλες, σερφάροντας στο διαδίκτυο, ένα άρθρο για τις εξωφρενικές τιμές του Nammos. Εβασίζετο σε έναν λογαριασμό ζευγαριού που έφθανε τα 492 ευρώ. Συνεκράτησα την κοστολόγηση του ”Miraval”, του ροζέ οίνου παραγωγής Μπραντ Πιτ, προς 92 ευρώ και του καπουτσίνο προς 8 ευρώ. Η παρουσίασις του θέματος ολοκληρώνετο με τις τιμές της ξαπλώστρας, που σύμφωνα με το δημοσίευμα άγγιζε τα 280 ευρώ κατ’ άτομον. Θέλω να ζητήσω κατ’ αρχάς συγγνώμη από τον συντάκτη του άρθρου και την ιστοσελίδα που δεν συνεκράτησα τα ονόματά τους, διότι πάντοτε οφείλουμε να αναφέρουμε τις πηγές. Μου έδωσε όμως το έναυσμα, να ασχοληθώ με το πιο πολυσυζητημένο beach restaurant της Μυκόνου.

Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πολυπηγαίνω στο Nammos τα τελευταία χρόνια, ούτε ομνύω στην παραλία της Ψαρρούς, που ήταν από τις αγαπημένες μου ήδη από τη δεκαετία του ’70. Τούτο οφείλεται θαρρώ στην κατακλυσμιαία πολιτική, οικονομική και κοινωνική ανατροπή που συνέβη στην Ελλάδα μετά το ”Καστελλόριζο”, αλλά και την δική μου προσωπική μετάλλαξη, αφού έχουν μεταβληθεί άρδην τα βαλάντια και οι προτεραιότητες. Προτιμώ επί παραδείγματι τους ”Αγρίους”, παρ’ ότι δεν υπάρχει πια το ”Da Lu” τον Άγιο Σώστη ή τα Ρήνεια.

Προσεκλήθην την Πρωτομαγιά από τον Ζαφείρη Τσουρεκά στο Nammos. Ο Ζαφείρης. για όσους δεν τον γνωρίζουν, είναι μαζί με την σύζυγό του Μαριάννα ιδιοκτήτες του ”Louisa Beach”, το οποίο φιλοξενείται στο εμπορικό κέντρο που κτίσθηκε πίσω από το εστιατόριο. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον development, όπως το ονομάζουν οι μεσίτες, με υπόγειο πάρκινγκ και πολυτελή καταστήματα.

Εάν χαρακτήριζα με μία λέξη το συγκεκριμένο τραπέζι αυτή θα ήταν «αρχοντικό», υπό την έννοια της φροντίδος του οικοδεσπότη, ο οποίος είχε σπεύσει από το πρωί να διαλέξει τα ψάρια. Καθίσαμε στον χώρο δεξιά κατεβαίνοντας προς την παραλία, με τα πόδια μας να ψηλαφούν την άμμο. Η θέα προς τον κόλπο, προστατευμένο από τον δυνατό βοριά που φυσούσε λυσσασμένα εκείνη την ώρα, ήταν καθηλωτική. Μετρήσαμε πάμπολλες αποχρώσεις του μπλε στην θάλασσα, ενώ μας έκανε εντύπωση ότι παρ’ ότι είναι αρχή της σεζόν, οι περισσότερες ξαπλώστρες ήσαν κατειλημμένες.

Το σέρβις ήταν υψηλοτάτου επιπέδου, από ευειδείς νέους και νέες που μετά βίας ξεπερνούσαν τα 25 έτη. Το φαγητό ήταν, ας μου επιτραπεί η αγοραία έκφρασις, «να γλείφεις τα δάχτυλά σου». Το ψάρι πάμφρεσκο και σωστά ψημένο. Τα γλυκά ”διαστημικά”. Εάν λοιπόν το κριτήριο για την επιτυχία ενός restaurant είναι να μην θέλεις να σηκωθείς από το τραπέζι, και να κάθεσαι με τις ώρες, τότε το δίχως άλλο το δημιούργημα του Ζαννή και του Σάμη, ανεξαρτήτως συμπαθειών, κερδίζει τα εύσημα.