Γράφει η Σοφία Τσίπα
Σάββατο της ξεκούρασης και ένα πρωινό επαγγελματικό ραντεβού με κατέβασε στην γειτονιά που ακουμπά τους πρόποδες του Λυκαβηττού. Η Πατριάρχου Ιωακείμ έσφυζε από κόσμο. Όπως και τα τραπεζάκια περιμετρικά της πλατείας ήταν γεμάτα σε τέτοιο βαθμό που φάνταζε γιορτή. Ένα λερωμένο σεντόνι σκέπαζε την ατμόσφαιρα για όσο έφτανε το μάτι μας, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να αποτρέψει κανέναν από τα καθημερινά κι από τις συνεστιάσεις… Τελείωσα το ραντεβού μεσημεράκι. Σάββατο γαρ ήταν ό,τι πρέπει για μια μικρή βόλτα στην καρδιά της πόλης. Στην Τσακάλωφ συνάντησα τυχαία τον Μίλτο, ο οποίος προσφέρθηκε να με συνοδεύσει σε έναν μικρό περίπατο. Φτάσαμε μέχρι τη Δεξαμενή συζητώντας και ύστερα πάλι πίσω. Επιστρέφοντας στην πλατεία ήρθε και η έκπληξη δι εμέ.
Μια καρότσα με αντικείμενα και έργα τέχνης ήταν ορατή από μακριά. Γύρω τριγύρω κανείς. Κοντοστάθηκα και χάζευα τους «θησαυρούς». Ψάχνοντας διέκρινα ανάμεσα σε άλλες τρεις υπογραφές: Τσαρούχης, Μόραλης, Γαΐτης. Η συγκίνηση ήταν εμφανής. Ύστερα από λίγο έκανε την εμφάνισή του και ο ιδιότυπος παλαιοπώλης της καρότσας.
-Τι είναι όλα τούτα; τον ερωτώ.
-Μου τα έδωσαν από ένα σπίτι, αποκρίνεται. Αυτά είναι λάδια, αυτό ακριλικό και αυτό παστέλ.
– Και πόσο τα πουλάς; 150, 200, 300 ευρώ.
-Αντιγραφές;
-Έργα από ένα παλιό σπίτι. Δεν ξέρω περισσότερα απάντησε φυσικά και διόλου ενοχικά.
Συνεχίζουμε τη βόλτα με σκοπό να ξαποστάσουμε στο Desire, το παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο της πόλης. Η ασυναγώνιστη πάστα πραλίνα ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν, ωστόσο τη συζήτηση μονοπώλησε η ιδιότυπη αυτή συνάντησή μας με τον Τσαρούχη, τον Γαΐτη και τον Μόραλη. Επρόκειτο άραγε για έργα αληθινά; Κι αν ναι πως γίνεται να πουλάς έναν Τσαρούχη στην καρδιά του Κολωνακίου για 200-300 ευρώ;
Ήταν αντιγραφές; Μα κάποια ήταν ελαφρώς ραγισμένα από το χρόνο, μέσα σε κορνίζες παλιές, χτυπημένες κι από πίσω βρώμικος ο μουσαμάς. Κι έπειτα, δεν μου τα πλάσαρε ως σπουδαία έργα. Δεν μου έδειξε πως γνώριζε… Κι όμως δεν γίνεται να μην γνωρίζεις…
Σηκωθήκαμε από την πατισερί κι αποφασίσαμε να περάσουμε από το ίδιο σημείο να τα δούμε ξανά, ν΄ αποσπάσουμε πληροφορίες, μα ο παλαιοπώλης της καρότσας άφαντος. Για το υπόλοιπο της μέρας σκεφτόμουν συνεχώς τα λάδια που αναζητούσαν τον ιδιοκτήτη τους. Κι αν ήταν αληθινά θα σήμαινε πως θα μιλούσα με την τύχη μου… Το βράδυ ονειρευόμουν ένα τέτοιο έργο κρεμασμένο στο φτωχό σαλόνι του σπιτιού μου. Όχι δεν θα το μεταπουλούσα για να αποκτήσω απ τη μια στιγμή στην άλλη μια περιουσία κι ας μένω σε ξένο σπίτι. Τα έργα θα ήταν δικά μου και θα τα κοιτούσα κάθε μέρα. Δεν θα τολμούσα να διαταράξω αυτή την πρώτη συνομιλία μας… Η ιστορία είχε τελειώσει κι εγώ, ή γύρισα την πλάτη στην τύχη μου ή γλίτωσα από μιαν απάτη. Την απορία μου έλυσε το επόμενο πρωί φίλος μου, γνωστός δημοπράτης τον οποίο αναζήτησα στο τηλέφωνο.
-Ασφαλώς και δεν αξίζουν Σοφία μου, αποκρίθηκε. Και η παλαίωση που έχουν είναι στο πλαίσιο της απάτης. Τα ξέρω τα έργα, ξέρω αυτόν που τα πουλά… Παράξενο συναίσθημα. Παράξενη εμπειρία. Απάτη… Από την άλλη, απάτη θα ήταν αν προσπαθούσε να μου πουλήσει το έργο για κάποιες χιλιάδες ευρώ που ορίζεται η αξία του πραγματικού. Αν μου έλεγε: είναι Τσαρούχης πάρτον. Εμένα με άφησε στην κρίση μου. Κι εσάς το ίδιο. Άρα, μάλλον για παραπλάνηση μπορούμε να μιλούμε στον Τσαρούχη των διακοσίων ευρώ. Διότι ,ο ζωγράφος που το έφτιαξε μισοτιμής, το έδωσε στον παλαιοπώλη με την καρότσα γιατί ήξερε πως με τη δική του υπογραφή, ίσως να μην έπιανε ούτε τα μισά, για να γεμίζει φαγητό το κυριακάτικο τραπέζι του.
Πιο κάτω ένας άλλος πλανόδιος παλαιοπώλης είχε στήσει τα έργα καταγής. Αυτά δεν είχαν δήθεν υπογραφές και τα πουλούσε φθηνότερα. Πλησίασα. Λάδια αγνώστων καλλιτεχνών με τις κορνίζες τους. Μάλιστα, είδα μια κυρία να αγοράζει ένα πινακάκι 20 επί 20 για 25 ευρώ. Ήταν ένα μπουκέτο με λουλούδια για το χωλ της… Δεν είχα πάνω μου χρήματα… Και θα ήταν όμορφο να επιστέψω σπίτι κάνοντας κουπί σε μια βαρκούλα για 100 ευρώ…