Αμάρτησα για το παιδί μου

9122

Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης

Διαβάζω τα τελευταία 24ωρα, τα μύρια όσα για μια παλαιά σχετικώς υπόθεση ναρκωτικών που ανεσύρθη από τη λήθη, λόγω ορισμού της δικασίμου. Το θέμα πουλάει, διότι συνδυάζει τα “λαμπερά ονόματα” με το Κολωνάκι και την κοκαΐνη, με αστείους κωδικοποιημένους διαλόγους. Είναι όμως έτσι τα πράγματα, όπως τα παρουσιάζουν τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά ταμπλόιντ;

Ασφαλώς και δεν είναι μόνον έτσι. Για ποιες βαρύτατες κατηγορίες παραβάσεως της νομοθεσίας περί ναρκωτικών παραπέμπονται οι ηθοποιοί, τηλεπαρουσιαστές, μοντέλα και άλλοι κοσμικοί, όταν το μόνο τους παράπτωμα είναι ότι είναι χρήστες; Νισάφι πια με τις εγκληματικές οργανώσεις, που μετά τη «Χρυσή Αυγή», έχουν κατακλύσει τη χώρα! Έλεος με το Κολωνάκι και τις ιδεοληψίες της δεκαετίας του ’60! Ça suffit, που έλεγε και η γιαγιά μου, με τις υπερβολές!

Από την άλλη πλευρά, πράγματι η αστυνομία είχε μία σχετική επιτυχία, αποκαλύπτοντας ένα από τα πολλά κυκλώματα εμπορίας ναρκωτικών που λειτουργούν στη χώρα μας. Τω όντι, η δημοσιοποίησις της υποθέσεως δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικώς για όσους σκέφτονται να μυηθούν ή να συνεχίσουν τη χρήση.

Τέλος, όπως συμβαίνει με τους πρόσφυγες και τους ανθρώπους που τους μεταφέρουν, οι ναρκέμποροι, φρονώ, θα βρουν νέους τρόπους διαθέσεως των προϊόντων τους, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα υπερκέρδη που αποκομίζουν από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Το 2013, όταν συνέγραφα το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Ιστορίες ενός Παιδήλικα», με προβλημάτισε πολύ το εάν θα αναφερόμουν στην εμπειρία μου με τα ναρκωτικά. Απεφάσισα να τη συμπεριλάβω, για έναν και μόνον λόγο. Εφ’ όσον μπόρεσα να τα σταματήσω, έστω και για έναν ναρκομανή να αποτελέσω παράδειγμα προς μίμησιν, η ωφέλεια θα είναι ευκρινής.

Ιδού το απόσπασμα από το βιβλίο:

”Πρωτοείδα κοκαΐνη σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Κάτι γνωστοί με κάλεσαν στο σπίτι ενός άλλου γνωστού –ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε– κι εκεί έκανε την εμφάνισή του ένας ασημένιος δίσκος με μικρούς λόφους λευκής σκόνης.

«Θέλεις να δοκιμάσεις;» με ρώτησε ευγενικά ο οικοδεσπότης.

«Όχι ευχαριστώ», απήντησα δίχως ίχνος αμηχανίας.

Η άρνηση μου ήταν εξόχως ιδεολογική. Πίστευα ακράδαντα –και το πιστεύω ακόμη– ότι τα ναρκωτικά είναι μια επαχθής εξάρτηση, που εμποδίζει τον άνθρωπο να ζήσει και να σκεφθεί καθαρά. Η αντίσταση κράτησε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, μ’ ένα μικρό διάλειμμα στο στρατό, όταν στο θάλαμο της 139 ΑΚ-ΜΜΠ έφθασε ένας μεγαλοκαλλιεργητής χασίς του όρους Παγγαίου. Εκεί πρωτομαστούρωσα από την παθητική εισπνοή. Κι ύστερα, «οι μικροί μου φίλοι» ανέλαβαν, μετά κόπων και βασάνων, να μου μάθουν την κανονική εισπνοή, διότι δεν ήξερα να καπνίζω και να ρουφάω μέσα τον καπνό. «Α, δεν ξέρετε τι χάνετε», είπα στους έκπληκτους γονείς μου ένα μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι, υμνώντας τις θεραπευτικές ιδιότητες του χασίς, αλλά εκείνοι δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία, όπως άλλωστε και ο ίδιος, αφού εγκατέλειψα το σπορ λίγο μετά την απόλυσή μου από το στρατό.

Το πραγματικό οχυρό έπεσε μετά τον βίαιο χωρισμό με τη μητέρα της κόρης μου και την εξαφάνισή τους προς άγνωστη κατεύθυνση (αργότερα έμαθα ότι ζούσαν στη Νέα Υόρκη επί της οδού Prince στο Soho). Το έδαφος ήταν πρόσφορο. Ήμουν μόνος, ήμουν σε συναισθηματικό αδιέξοδο και είχα όλα τα ψυχολογικά προβλήματα του κόσμου. Είχα ανάγκη από μία νέα πραγματικότητα, διότι δεν μπορούσα να διορθώσω την παλαιά. Στην αρχή ξεκίνησα δειλά –κάτι τσιγαριλίκια με παρέα– και στη συνέχεια έγινα πλήρως εξαρτημένος από τη «λευκή θεά», την κοκαΐνη. Τ’ αποτελέσματα, όπως δύναται ν’ αντιληφθεί και ο πλέον αφελής νους, ήταν τραγικά, τόσο στον προσωπικό όσο και στον επαγγελματικό τομέα. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της καταστροφής, θα διηγηθώ μια χαρακτηριστική ιστορία.

Το 1996 είχα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη ως απεσταλμένος του Paris Match, για μια συνέντευξη με τον πρίγκιπα Παύλο και τη Μαρί Σαντάλ της Ελλάδος, που μόλις είχαν παντρευθεί. Το βράδυ της αφίξεώς τους με κάλεσαν σε δεξίωση στο σπίτι των γονέων της Μαρί Σαντάλ. Εκεί γνώρισα τον Μπομπ Κολατσέλο του Vanity Fair. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ο Κολατσέλο είναι για τη δημοσιογραφία ό,τι ο Μέσι για το ποδόσφαιρο: η κορυφή. Του ζήτησα εάν είχε το χρόνο για να γευματίσουμε. Μου έδωσε ραντεβού για τη μεθεπόμενη το μεσημέρι. Δεν πήγα ποτέ. Την προηγουμένη είχα επισκεφθεί έναν φίλο μου προς προμήθεια των «χρειαζομένων». Κάλεσε στο τηλέφωνο τον ντίλερ του –στη Νέα Υόρκη έμαθα ότι συνηθίζεται το ντελίβερι και όχι η αναζήτηση σε πιάτσες– και πράγματι σε λίγα λεπτά έφθασε ο πολύτιμος θησαυρός. Φευ, το προϊόν ήταν νοθευμένο και οι επιπτώσεις στην υγεία μου δραματικές. Έκανα δυο μέρες να συνέλθω, αλλά μυαλό δεν έβαλα. Συνέχισα τη χρήση σε όλο και πιο φρενήρεις ρυθμούς. Ώσπου ήλθε το τέλος.

Ένα σαββατοκύριακο ταξίδεψα στην Αθήνα κι έκανα αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν «drug party»: κλείστηκα στο σπίτι μου και κατενάλωσα, ο αθεόφοβος, δεκαπέντε γραμμάρια μόνος! Πήγα να πεθάνω. Εκείνες τις ημέρες, ως εκ συμπτώσεως, συνελήφθη στο ανατολικό αεροδρόμιο, επιστρέφοντας από το Άμστερνταμ, ο προμηθευτής μου. Ο κύριος λόγος όμως της απεμπλοκής μου από τα ναρκωτικά ήταν ότι ξαναβρήκα την κόρη μου. Η περιπέτεια είχε διαρκέσει σχεδόν τρία χρόνια, όσο και η απώλειά της. Κάνοντας έναν απολογισμό σήμερα, θεωρώ ότι ο ηθικός κορμός, η σπονδυλική στήλη των αρχών που έλαβα από το σπίτι μου, ήσαν η προστατευτική ασπίδα κατά των ναρκωτικών. Όσο για το «αμαρτωλό» διάλειμμα, ας εκληφθεί ως μία στιγμή αδυναμίας, μία στιγμή ελλείψεως αντοχής, που γρήγορα αντικαταστάθηκε από την υγιή αντιμετώπιση των εκάστοτε δυσκολιών.”