Χωρισμoς: Mαθε να τον ξεπερνας

1492

Ανυπόφορη θλίψη και βαρύ πλήγμα στην ψυχολογία του ανθρώπου, όταν έρχεται, μπορεί να προκαλέσει ο χωρισμός από τον ερωτικό σύντροφο, στην καθημερινότητα του ατόμου που δεν έχει προλάβει ακόμη να ξεπεράσει τα αισθήματα που τρέφει για εκείνον. «Μικρό θάνατο» τον χαρακτηρίζουν. Φτάνει βέβαια τα αισθήματα αυτά να είναι έντονα και δυνατά.
Η ιδέα ότι ο άνθρωπος που μέχρι πρόσφατα βάδιζε πλάι μας στα μονοπάτια της ζωής, είναι ικανός κι ελεύθερος να συνεχίσει να οδεύει ευτυχισμένος και ικανοποιημένος πλάι σε κάποιο άλλο άτομο που αργά ή γρήγορα θα πάρει – ή έχει ήδη πάρει – τη θέση μας είναι αυτή που προκαλεί μεγάλο, αλλά όχι αποκλειστικό, μέρος της μικρής παροδικής κατάθλιψης. Τα αρνητικά συναισθήματα όμως, που βασανίζουν τη σκέψη και ταράζουν τη γαλήνη του νου προέρχονται κι από μία άλλη πηγή, βαθύτερη, πιο προσωπική και αναμφίβολα – εν μέρη δικαιολογημένα λόγω της ατομικότητας στην οποία είναι καταδικασμένη η απαίδευτη ανθρώπινη φύση – εγωιστική.
Η δεύτερη πηγή αρνητικών συναισθημάτων, λόγω της φρέσκιας απώλειας, είναι ο φόβος (που εξαιτίας της άγνοιας ακμάζει) ότι δε θα βρεθεί ένας νέος συνοδοιπόρος για να καλύψει το κενό στο συναισθηματικό κομμάτι του εαυτού μας και να παίξει το ρόλο που είχε – και που ήξερε καλά να υποδύεται – το τελευταίο ταίρι μας. Η συναισθηματική πίεση λοιπόν προκαλείται από απόγνωση (πνευματικό παιδί του φόβου), μη υψηλή αυτοπεποίθηση, έλλειψη γνώσης για το μέλλον, δυστυχία για τις στιγμές που ο ασυγκράτητος νους είχε σχεδιάσει και τελικά δεν ήρθαν ποτέ κι ως ένα πολύ μικρό ποσοστό – σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις – για τις στιγμές που ζήσαμε και θα θυμόμαστε με μελαγχολία αργότερα.
Θα αφήσω όμως, έξω από τη συζήτηση την τελευταία περίπτωση, διότι έχω την τρέλα να πιστεύω ότι οι στιγμές που πέρασαν και μας γέμισαν ευτυχία στο παρελθόν θα πρέπει να χαρίζουν εύθυμες μελωδίες στην πλήξη της μελλοντικής καθημερινότητας κι όχι νότες δυστυχίας. Ακόμη κι αν δεν επαναληφθούν.
Θα ήταν ίσως κυνικό, ακόμη και για τους πιο φανατικούς οπαδούς της αμεσότητας και του ρεαλισμού ότι είναι εγωιστής εκείνος που θλίβεται και θρηνεί βαθιά για το χαμένο του έρωτα. Είμαστε άνθρωποι και πολύ συχνά τα συναισθηματικό κομμάτι του εαυτού μας, περνά υπό τον έλεγχο – ελπίζω παροδικά και ισορροπημένα – ενός ισχυρού και επίμονου, μέρους της σκέψης και του νου μας. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι ο θρήνος παύει να είναι μία προσωπική υπόθεση που αφορά αμιγώς το άτομο και το εγώ του. Την πάλη του με τα δικά του συναισθήματα. Με λόγια διαφορετικά: κλαίμε για εμάς, από οίκτο και συμπόνια προς τον ίδιο μας τον εαυτό και γιατί βαθιά μέσα μας, ελπίζουμε ακόμη, με μανιώδη άρνηση να αποδεχθούμε οτιδήποτε συνέβη απαιτώντας με εγωισμό τον έρωτα που πιστεύουμε ότι δικαιωματικά μας ανήκει ακόμη.
Η ρεαλιστική σκέψη, ο πιο αποτελεσματικός και ειλικρινής σύμβουλος του ανθρώπου σε τέτοιες στιγμές, έχει γνώμη διαφορετική. Ο αμοιβαίος έρωτας δεν υπάρχει πια. Ναυάγησε σε ένα βαθύ -πιθανότατα χώρις πάτο- ωκεανό, κάπου ανάμεσα σε όλους τους άλλους χαμένους έρωτες που εκφράστηκαν με λόγια που οι εμπνευστές τους ξέχασαν κι έπαψαν να αισθάνονται (ή δεν αισθάνθηκαν ποτέ). Κι ο ωκεανός σπάνια θα δώσει πίσω αυτό που πλέον του ανήκει.
Αν και θα προτιμούσα να αποφύγω τη συγκεκριμένη λέξη για να μην προκληθούν θύελλες αμφισβητήσεων των λόγων μου από τους ρομαντικούς αναγνώστες του κειμένου (που τους σέβομαι και συχνά με γοητεύουν με τον τρόπο σκέψης κι αντίληψής τους) θα τολμήσω να κάνω μία (όσο περισσότερο μπορώ) σύντομη αναφορά στη λογική, έννοια που όταν την ξεχνάμε βαδίζουμε εθελοντικά με μάτια ερμητικά κλειστά στο βούρκο της αβεβαιότητας.
Στο πλαίσιο μίας τετράγωνης λοιπόν λογικής, αν δεχτούμε την προϋπόθεση ότι αγάπη σημαίνει θέλω και κάνω ό,τι μπορώ για να βλέπω το άτομο που αγαπώ ευτυχισμένο, με οτιδήποτε κι αν το κάνει έτσι, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως εγώ δε θα αποτελώ κομμάτι της ζωής του, τότε συμπερασματικά οφείλουμε (στο πρότυπο της αληθινής αγάπης που απαλείφει τις εγωιστικές παρορμήσεις) να είμαστε ευτυχισμένοι. Διότι πετύχαμε το σκοπό μας. Ο άνθρωπος τον οποίο ισχυριζόμαστε ότι αγαπάμε έχει μία νέα ζωή, με την οποία μπορεί να αισθάνεται πλήρης, αισιόδοξος και ικανός να συνεχίσει με οτιδήποτε τον κάνει ευτυχισμένο. Ακόμη κι αν εμείς δεν αποτελούμε μέρος του δικού του παρόντος και μέλλοντος.
«Δε χωράει λογική στον έρωτα» θα ισχυρίζονταν με αποστροφή οι αισθηματίες φίλοι μου, το ρεύμα που θα προσπαθούσε μανιωδώς να πάει κόντρα στον ειρμό των συλλογισμών μου. Γι αυτό λοιπόν θεωρώ χρήσιμο να διαχωρίσουμε την αγάπη από τον έρωτα ο οποίος διακρίνεται από παροδικότητα, τυφλό πάθος, συνήθεια κι εμμονή. Αν βρισκόμαστε στη δεύτερη περίπτωση (στην οποία μιλάμε για ερωτευμένους κι όχι αγαπημένους), δεν ανησυχώ, μπορούμε να επικαλούμαστε ελεύθερα το ρομαντισμό και να πονάμε μέχρι θανάτου για το σύντροφο που δε θα είναι πια στο πλάι μας, να καλύπτει το κενό που ο εαυτός μας έχει ανάγκη κι από πείσμα ζητάμε να έρθει πίσω. Αν όμως μιλάμε για αγάπη (για το συναίσθημα που τόσο πολλά έχουν γραφεί) τότε θεωρώ πως η λογική κατέχει θέση εξέχουσα κι ο παραπάνω λογισμός κρίνεται αληθής.
Λυπάμαι αν με τα λόγια μου στενοχώρεσα κάποιους. Δεν το είχα σκοπό. Το πιο σημαντικό και παράλληλα απαιτητικό μέρος ώστε να γίνει το πρώτο βήμα για να βρεθεί μία λύση σε ένα πρόβλημα, είναι η αναγνώριση και η αποδοχή του. Ευθεία μπροστά, στο παρόν και στο μέλλον, βρίσκεται η ζωή κι όχι στου παρλεθόντος τις αναμνήσεις. Και για να μην αφήσω με πικρία τους ρομαντικούς μου φίλους κι αναγνώστες, παραδέχομαι πως κι εγώ, μέσα στην αδυναμία μου και την αυτοκαταστροφική μου τάση, γι ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή μου χωρίς να το περιμένω, έκλαψα και πόνεσα. Ποτέ μου όμως δεν κατάφερα να εξηγήσω πού πραγματικά οφέλησε έστω κι ένα δάκρυ μου.
Alfie Gentle enallaktikidrasi.com