Το Facebook παραδέχεται τα λάθη που έκανε στη Μιανμάρ

747

Το Facebook έχει δεχθεί πολλά πυρά τα τελευταία χρόνια για τον τρόπο με τον οποίο, μέσω της πλατφόρμας του, διαδίδονται ψευδείς ή ανακριβείς ειδήσεις, οι οποίες επηρεάζουν, σε κάποιες περιπτώσεις καθοριστικά, την πολιτική ζωή των χωρών, στις οποίες χρησιμοποιείται.

Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η Μιανμάρ. Σύμφωνα με έρευνα του Business for Social Responsibility (BSR), έναν ανεξάρτητο μη –κυβερνητικό οργανισμό, που ειδικεύεται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Facebook χρησιμοποιήθηκε, ώστε να «υποκινηθούν πράξεις βίας, αλλά και η διάσπαση του λαού της Μιανμάρ», όπως έγραψε σε ανάρτηση του στην ιστοσελίδα του Facebook ο Άλεξ Βαρόφκα, στέλεχος της εταιρίας.

«Συμφωνούμε ότι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε περισσότερα», δήλωσε ο Βαρόφκα, ενώ ανέφερε επίσης, ότι η εταιρία θα κάνει επενδύσεις για να καταπολεμήσει την κατάχρηση της πλατφόρμας της.

Όπως γράφουν οι Times, η αναφορά του BSR περιγράφει την εικόνα μίας εταιρίας, η οποία δεν είχε επίγνωση της επιρροής της και δεν έπραξε τα δέοντα, ώστε να περιορίσει την ζημιά που γινόταν. Επίσης, η αναφορά σημειώνει και την μεταβατική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν η Μιανμάρ, όταν το Facebook εισήλθε στην ζωή των κατοίκων. Η χώρα μόλις εισερχόταν στην ψηφιακή εποχή, ενώ ο λαός ήταν έντονα διασπασμένος, τόσο κοινωνικά, αλλά και πολιτικά.

Βέβαια, όπως αναφέρουν οι Times, η έρευνα δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία σε μία σωρεία αναρτήσεων και ψευδών ειδήσεων, οι οποίες τροφοδότησαν την σύγχρονη εθνοκάθαρση στη Μιανμάρ.

Το BSR προτείνει στο Facebook να ακολουθήσει πιο αυστηρές πολιτικές ελέγχου του περιεχομένου, που αναρτάται στην πλατφόρμα του και τα στοιχεία, τα οποία δείχνουν την πρόοδο που γίνεται στην περιοχή να επικοινωνούνται με μεγαλύτερη διαφάνεια. Βέβαια, ο κολοσσός του ίντερνετ θα πρέπει να συνεργαστεί με την κοινωνία και τους αξιωματούχους της Μιανμάρ, ώστε οι ενέργειες να είναι αποτελεσματικές.

Αρκετοί είναι αυτοί που άσκησαν κριτική στην εταιρία για τη χρονική στιγμή, που επέλεξε να κυκλοφορήσει τα ευρήματα της έρευνας, υπονοώντας ότι η προσοχή του κοινού θα ήταν επικεντρωμένη στις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές, με αποτέλεσμα η έρευνα να περάσει απαρατήρητη. Αρκετές είναι και οι οργανώσεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που υποστηρίζουν ότι οι δεσμεύσεις του Facebook, πρέπει να ακολουθηθούν και από τις αντίστοιχες ενέργειες.

«Αρκετά στελέχη του Facebook ήξεραν εδώ και καιρό ότι η εταιρία έπρεπε να κάνει περισσότερα, ώστε να αποφευχθεί η κατάχρηση της πλατφόρμας της στην Μιανμάρ», δήλωσε ο Μάθιου Σμίθ, εκπρόσωπος της Fortify Rights, ενός μη-κερδοσκοπικού οργανισμού που επικεντρώνεται στα ανθρώπινα δικαιώματα στην νοτιοαναλοτική Ασία.

Εκπρόσωποι του Facebook απάντησαν, πώς η εταιρία είχε δεσμευθεί ότι θα εκδώσει τα αποτελέσματα της έρευνας τη δεδομένη χρονική στιγμή, ενώ επιβεβαίωσε πώς η έρευνα θα βοηθούσε την προσπάθεια του Facebook να δώσει απαντήσεις για την κατάσταση στην Μιανμάρ.

«Η έρευνα, αν και αργοπορημένη, είναι ένα αρκετά ενθαρρυντική, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσουν και οι κατάλληλες ενέργειες», πρόσθεσε ο Σμίθ.

Ο Φιλ Ρόμπερτσον, υποδιευθυντής του Human Rights Watch, μη-κερδοσκοπικού οργανισμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ασία, δήλωσε ότι ο τρόπος που θα διαχειριστεί το Facebook την κατάσταση στην Μιανμάρ, θα αποτελέσει ένα «πολύ δυνατό τεστ, το οποίο θα αποδείξει αν η πλατφόρμα μπορεί να επιβάλλει αυστηρότερους κανόνες συμπεριφοράς στους χρήστες της».

Για να αποφύγει να ξαναζήσει παρόμοιες στιγμές με το 2016, κατά τις οποίες η εταιρία δέχθηκε δριμεία κριτική για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να σταματήσει την διάδοση ψευδών ειδήσεων μέσα από την πλατφόρμα της, το Facebook πειραματίζεται για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Επίσης, έχουν δημιουργηθεί τμήματα ελέγχου ειδήσεων και ο κολοσσός των social media προέβη σε αλλαγές του τρόπου με τον οποίο διαφημίζονται οι πελάτες του, σε μία προσπάθεια περιορισμού των ψευδών ειδήσεων που αναρτώνται στην ιστοσελίδα.

Οι προσπάθειες της εταιρίας δεν έχουν πείσει τους επικριτές της, οι οποίοι επιμένουν ότι οι ενέργειες της δεν είναι αρκετές και σε αρκετές περιπτώσεις είναι καθυστερημένες. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Σρι Λάνκα, όπου η πλατφόρμα ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και χρησιμοποιήθηκε για την διάδοση των ανακριβών ειδήσεων, οι οποίες υποκίνησαν βίαιες πράξεις.

Όπως σχολιάζουν οι Times, στην Μιανμάρ το Facebook ουσιαστικά «είναι το ίντερνετ» και κατ’ επέκταση και η κύρια πηγή πληροφόρησης για περίπου 20 εκατομμύρια πολίτες της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πώς στα περισσότερα κινητά που πωλούνται η εφαρμογή είναι ήδη εγκατεστημένη.

Όπως αναφέρει η έρευνα, το Facebook δεν αντιμετώπισε σωστά το φαινόμενο του «ψηφιακού αναλφαβητισμού», που μαστίζει την χώρα, καθώς πολλοί από τους πολίτες της Μιανμάρ δεν έχουν τις απαραίτητες  γνώσεις για να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, μην έχοντας έτσι την δυνατότητα να ξεχωρίσουν τις αληθινές ειδήσεις από τις φήμες. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς πλησιάζουν και οι εκλογές της χώρας το 2020.

Νέα προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει και η χρήση της εφαρμογής WhatsApp, την οποία εξαγόρασε το Facebook το 2014, η οποία σε πολλές χώρες χρησιμοποιείται από πολιτικά κόμματα και θρησκευτικές οργανώσεις για την διάδοση ειδήσεων.

Στην Μιανμάρ, η επικράτηση του μίσους και της παραπληροφόρησης στο Facebook «είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης και στην προστασία των πιο αδύναμων χρηστών της πλατφόρμας», σύμφωνα με την έρευνα. Αυτό οδήγησε στην καταπίεση της ελευθερίας του λόγου, την έξαρση της βίας και της αυτό-λογοκρισίας των γυναικών,διάφορων μειονοτήτων και άλλων κοινωνικά ευαίσθητων ομάδων.

Σύμφωνα με έρευνα των Times, ορισμένοι στρατιωτικοί της Μιανμάρ βρίσκονταν πίσω από οργανωμένες προσπάθειες, που στόχευαν μειονότητες των Μουσουλμάνων Ροχίγκιας, οδηγώντας σε θανάτους και βιασμούς αρκετών Ροχίγκιας, ενώ αναγκάζοντας άλλους να μεταναστεύσουν.

Αν και το Facebook έκλεισε τους λογαριασμούς των εν λόγω στρατιωτικών, αρκετοί πολίτες και ακτιβιστές της Μιανμάρ περιμένουν ακόμα περισσότερες ενέργειες από τον διαδικτυακό κολοσσό, ώστε να μην επαναληφθούν αντίστοιχα φαινόμενα.