Νέος κατώτατος μισθός: 54 ευρώ καθαρά για τον μισθωτό, 80 ευρώ για τον εργοδότη

775

Με την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό 10,92% ή από τα 586 στα 650 ευρώ, ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης θα εισπράττει 54 ευρώ επιπλέον σε μηνιαία βάση, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών. Ο εργοδότης του θα πρέπει να πληρώσει 80 ευρώ επιπλέον καθώς, εκτός από το καταβλητέο ποσό στον εργαζόμενο, ανεβαίνει και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών. Μάλιστα, στις περιπτώσεις εργαζομένων ηλικίας κάτω των 25 ετών –όπου η αύξηση του μεικτού μισθού διαμορφώνεται στα 139 ευρώ με την καθαρή μεταβολή να ανέρχεται στα 117 ευρώ–, το εργοδοτικό κόστος ανεβαίνει κατά 174 ευρώ τον μήνα.

Αυτά τα ποσά αποτυπώνουν τη νέα πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας από την 1η Φεβρουαρίου. Και πλέον το ενδιαφέρον, μετά τις χθεσινές ανακοινώσεις του πρωθυπουργού, μετατοπίζεται στο πώς θα αντιμετωπίσουν οι εργοδότες αυτή τη νέα πραγματικότητα.

Συγκριτικά με τα όσα είχε προϋπολογίσει μια επιχείρηση για το 2019, προκύπτει πρόσθετο κόστος το οποίο ξεκινάει από τα 1.118 ευρώ τον χρόνο (για έναν εργαζόμενο άνω των 25 ετών χωρίς καμία προϋπηρεσία ή με λιγότερα από τρία χρόνια στη δουλειά) και φτάνει έως και τις 2.436 ευρώ για έναν νέο υπάλληλο κάτω των 25 ετών.

Για το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας, η άνοδος του κατώτατου μισθού μπορεί να επιφέρει αύξηση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους (το μισθολογικό αφορά τα επιπλέον χρήματα που θα δοθούν στον εργαζόμενο και το μη μισθολογικό τα ποσά που θα κατευθυνθούν σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) της τάξεως των 650-750 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις. Για να υπολογιστούν οι καθαρές αυξήσεις που θα λάβουν οι εργαζόμενοι, θα πρέπει να αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές –η αύξηση των οποίων είναι ανάλογη με αυτή των μεικτών αποδοχών– αλλά και ο φόρος εισοδήματος.

Μέρος των εργαζομένων που σήμερα αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα βρεθούν να υφίστανται και παρακράτηση φόρου, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι τώρα, δεδομένου ότι τους κάλυπτε, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η έκπτωση φόρου των 1.900 ευρώ (μεταφράζεται σε αφορολόγητο συνολικού ύψους 8.636 ευρώ). Μετά τη διψήφια αύξηση στον κατώτατο μισθό, θα υπάρξουν εργαζόμενοι που θα βλέπουν και την εφορία στο μηνιαίο εκκαθαριστικό. Πρόκειται για τους άγαμους με συμπληρωμένες τις δύο τριετίες αλλά και τους παντρεμένους που βρέθηκαν να διανύουν τη δεύτερη τριετία πριν «παγώσει» ο χρόνος σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό των προσαυξήσεων.

Η μεγαλύτερη αύξηση του εργοδοτικού κόστους επέρχεται στους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών και πλέον μένει να φανεί πώς θα λειτουργήσει η αγορά το επόμενο διάστημα συνδυαστικά και με το πρόγραμμα επιδότησης των εργοδοτικών εισφορών.

 

Πηγή: Η Καθημερινή,Θάνος Τσίρος