Η κυβέρνηση προσανατολίζεται να υιοθετήσει λύσεις… α λα καρτ για την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος των αναδρομικών διεκδικήσεων εκατομμυρίων συνταξιούχων αλλά και δημοσίων υπαλλήλων.
Στις αποφάσεις του ΣτΕ, που θα επιφέρουν μόνιμο δημοσιονομικό κόστος, η «απάντηση» θα είναι νομοθέτηση «μέτρων εξισορρόπησης» ώστε να μην επηρεάζεται ο προϋπολογισμός. Αντίθετα, για τις αποφάσεις που θα οδηγούν σε εφάπαξ επιβάρυνση του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στο να πληρώσει τους δικαιούχους των αναδρομικών, καταφεύγοντας όμως σε δύο κινήσεις τακτικής προκειμένου να μετριαστεί το ταμειακό αλλά και το δημοσιονομικό κόστος.
Για την αντιμετώπιση του ταμειακού ζητήματος που θα προκύψει, οι επιστροφές θα γίνουν σε ετήσιες δόσεις ανάλογα με τος ύψος της απαίτησης. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε δημοσιονομικό επίπεδο, ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς ώστε τα αναδρομικά να αντιμετωπιστούν ως «εξωγενής και μη προβλέψιμος παράγοντας». Αυτό, αν συμφωνηθεί με τους δανειστές, σημαίνει ότι η όποια δαπάνη θα λαμβάνεται μεν υπόψη στο πρωτογενές πλεόνασμα της Ελληνικής Στατικής Αρχής, όχι όμως και στο «μνημονιακό» πλεόνασμα βάσει του οποίου ελέγχεται και το αν η Ελλάδα εκπληρώνει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 3,5%.
Αντίστοιχη αντιμετώπιση έχει γίνει μέχρι τώρα με τη δαπάνη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και με τη δαπάνη για την κρίση στο προσφυγικό. Η βασική πηγή αναδρομικών διεκδικήσεων με μόνιμη δημοσιονομική επίπτωση είναι η επιστροφή των δώρων αλλά και του επιδόματος αδείας τόσο για τους δημοσίους υπαλλήλους όσο και για τους συνταξιούχος.
Με δεδομένο ότι κάθε δημόσιος υπάλληλος θα πρέπει να εισπράττει 1.000 ευρώ ετησίως και κάθε συνταξιούχος του Δημοσίου περίπου 800 ευρώ, το δημοσιονομικό κόστος για την επιστροφή των δώρων ανέρχεται σε 3-3,4 δις. ευρώ και θεωρείται «ασήκωτο» σε μόνιμη βάση.
Η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να τηρήσει τη γραμμή που υπαγορεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη έκθεσή της. Δηλαδή, να λάβει «ισοδύναμα εξισορροπητικά μέτρα», ώστε να προκύπτει συμμόρφωση με την απόφαση του ΣτΕ χωρίς όμως να προκύπτει μεγάλο (ή και καθόλου) δημοσιονομικό κόστος.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα εξεταστούν διάφορες λύσεις, κατ’ αρχάς για το θέμα του δώρου των δημοσίων υπαλλήλων, που είναι και το πρώτο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση (δεδομένου ότι η σχετική απόφαση από το ΣτΕ αναμένεται πριν από το Πάσχα):
1. Η «απορρόφηση» του 13ου και 14ου μισθού από το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι σε ετήσια βάση δεν θα υπάρχει καμία διαφοροποίηση στις αποδοχές που θα λαμβάνει ο δημόσιος υπάλληλος. Δηλαδή, το ίδιο ποσό, αντί να καταβάλλεται σε 12 μισθούς όπως συμβαίνει σήμερα, θα καταβάλλεται σε 14.
2. Η μείωση των δώρων και του επιδόματος από το επίπεδο των 1.000 ευρώ που είναι σήμερα, ώστε να συγκρατηθεί σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα το δημοσιονομικό κόστος για την περίοδο από εδώ και στο εξής. Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, ότι θα υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος. Το θέμα των δώρων των συνταξιούχων είναι αρκετά περίπλοκο όσον αφορά στην αντιμετώπισή του από εδώ και στο εξής. Ολική επαναφορά συνεπάγεται δημοσιονομικό κόστος περίπου 2,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ στην πράξη τα Ταμεία θα υποχρεωθούν να καταβάλουν δώρα ακόμη και σε συνταξιούχους που δεν έχουν πληρώσει ποτέ ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές. Για την αντιμετώπιση, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να καταφύγει σε «δημιουργική λογιστική». Το δώρο των 800 ευρώ –ή και λιγότερο καθώς η απόφαση του ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματική την κατάργηση της παροχής και όχι το ύψος του ποσού- μπορεί να «συμψηφιστεί» με το ποσό της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων. Η προσωπική διαφορά έχει παραμείνει ως μέγεθος-και μάλιστα υπολογισμένη ανά συνταξιούχο έστω και με λάθη-και θα περιορίζεται κάθε φορά που θα δίδεται αύξηση στους νέους συνταξιούχους μετά το 2022. Μια λύση θα μπορούσε να είναι ο συμψηφισμός του δώρου με την προσωπική διαφορά.
Πηγή:Καθημερινή