Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης
Διαβάζω κάθε Σάββατο στην Εστία τη στήλη «Ίακχος» που υπογράφει ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Ο «Ίακχος» δεν είναι μία νέα στήλη, αφού μετεφέρθη στην αρχαιότερη εφημερίδα των Αθηνών μετά του αρθογράφου της, από τον Ταχυδρόμο όπου διέλαμψε στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Ο Ζάχος επίσης δεν είναι ”αυγό ημέρας” για να χρησιμοποιήσω μία προπολεμική έκφραση, αφού αισίως συμπληρώνει τα 95 έτη του βίου του. Ο αμέσως επόμενος της σειράς του, ο Χρήστος Πασαλάρης, ο οποίος δυστυχώς διέκοψε εσχάτως τη συνεργασία του με τη Real News, είναι 92 ετών.
Έχω έναν ανείπωτο σεβασμό για την τρίτη ηλικία που εργάζεται, σε αντιδιαστολή με τη μέση ηλικία που συνταξιοδοτείται. Ο σεβασμός πολλαπλασιάζεται, όταν πρόκειται για ένα επάγγελμα όπου το όριο ηλικίας σπανίως ξεπερνά τα 60 χρόνια, αν βεβαίως δεν φύγεις πιο νωρίς από ανακοπή καρδιάς. Το δημοσιογραφικό στρες έχει κόψει αρκετά νήματα ζωής, γνωστών ή λιγότερο προβεβλημένων διακόνων της γραφίδος, έντυπης και ηλεκτρονικής.
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου επέζησε όχι μόνον των καρδιακών επεισοδίων, αλλά και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον παρακολουθώ στο ντοκιμαντέρ που του αφιέρωσε το Cosmote History channel να διηγείται τις αναμνήσεις του από τις μάχες του Τομπρούκ, του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι, διανθισμένες με σκαμπρόζικες περιπέτειες, όπως ο γάμος του με την κόρη του στρατηγού ντε Γκρεζ, διοικητού των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων Συρίας-Λιβάνου και θαυμάζω την μπρεχτική του αποστασιοποίηση από τα δεινά του πολέμου.
Θα μου πείτε ήταν νέος, μόλις 17 ετών, ήταν απόφοιτος του περίφημου Πειραματικού Σχολείου της οδού Σκουφά, σάλπαρε τον Μάιο του 1941 με ένα καΐκι με προορισμό τη Μέση Ανατολή, όπου εντάχθηκε σε βρετανική μονάδα και ανεχώρησε πάραυτα για το μέτωπο της Βορείου Αφρικής.
Θα σας πω ότι είναι νέος ακόμη, όπως τον γνωρίζω και τον συναναστρέφομαι τις τελευταίες δεκαετίες και όπως τον διαβάζω στην τελευταία του επιφυλλίδα στην Εστία (17-2-18):
«Απόκριες στην προπολεμική αλλά και την αμέσως μεταπολεμική Αθήνα… ήταν το κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο από πού να αρχίσει κανείς να διηγείται. Μέγας και αριστοκρατικός ο «Χορός της Μυγδαλιάς» στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας», στολισμένης μέσα κι έξω με μυγδαλιές και όλη η τότε αριστοκρατία της προπολεμικής Αθήνας εκεί. Και φράκο όλοι οι αρσενικοί και όχι σμόκιν σαν τα γκαρσόνια. Όσο για τις κυρίες που τις συνόδευαν τα φράκα, ήσαν σαν κινητό κοσμηματοπωλείο. Χοντρά διαμάντια στα αυτιά, κολιέ από χάντρες πράσινες «εμερόντ», τα δε βραχιόλια… δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα χέρια τους από το βάρος του χρυσού και της πλατίνας. Έρωτες και αγκαλιές χορεύοντας με την μεγάλη ορχήστρα του Σπάρτακου τα ταγκό, τα φοξ τροτ και τα βαλς όπου βούιζε το μισό Σύνταγμα.
Κολλητά στη «Μεγάλη Βρεταννία», το ξενοδοχείο της κ. Καλκάνη, το «Κινγκ Τζωρτζ», με το καταπληκτικό «Μπαλ ντε Τετ» όπου συναγωνίζοντο οι ωραίες των Αθηνών με τα κομψοτεχνήματα που τους έκαναν οι τότε περίφημοι κομμωταί της Αθήνας στα μαλλιά τους, κι όταν ξημέρωνε πια γινόταν και διαγωνισμός για το πιο όμορφο κεφάλι και συνήθως το έπαιρνε η απείρου κάλλους Νάντια Ριζ. Κι ο Νάσος Μπότσης καμάρωνε που την είχε όλη αυτήν την συντροφιά καλεσμένη στο τραπέζι του.
Και τελειώνω… μόνο λόγω χώρου με την μοναδική «Femina».Το καμπαρέ με την μακρά ιστορία, τον ερωτισμό του, τους μεγάλους καλλιτέχνες από το Παρίσι. Απόκριες του 1950 θυμάμαι πως τότε είχε έρθει με συμβόλαιο η φοβερή Ζάρα Λεάντερ που τραγουδούσε τα πιο ερωτικά τραγούδια, παίζοντας πιάνο η ίδια. Και μάλιστα με ιδιαίτερο ερωτισμό. Γιατί; Καθίστε καλά στις καρέκλες σας… Γιατί ήταν ερωτευμένη με τον αξέχαστο Σπύρο Σπυρομήλιο.
Και του χρόνου με υγεία!»