Ελληνική γαστρονομική πολυτέλεια

1801

Γράφει ο Γιάννης Στασινόπουλος

 

Στο χθεσινό σημείωμα μοιράστηκα ορισμένες σκέψεις για τον ανερχόμενο πολυτελή τουρισμό στην χώρα μας, την προσέλκυση VIP’S, είτε είναι μέλη βασιλικών οικογενειών είτε κολοσσοί του διεθνούς επιχειρείν, και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουμε έναντι άλλων VIP προορισμών της Μεσογείου. Σήμερα θα επικεντρωθώ σε έναν άλλο θησαυρό που έχει σχέση με το περιβάλλον και τις φυσικές ομορφιές, αλλά απευθύνεται στο γάστρον, δηλαδή στο στομάχι, εξ ου και η ετυμολογία της λέξεως γαστρονομία. Πρόκειται για μία σειρά σπάνιων προϊόντων τα οποία κατατάσσω στα Ελληνικά Είδη πολυτελείας, που είναι το νεότερο μέλος της εταιρείας μας.

Συμπεριλαμβάνονται τα εξέχοντα ελληνικά προϊόντα όπως λάδι, ελιές και μέλι, μαζί με άγριες αγκινάρες Κρήτης ή αγριοφράουλες Κερκύρας, τα οποία γνωρίζουν οι ειδήμονες της γαστρονομίας. Φρέσκιες άγριες λευκές και μαύρες τρούφες, το βραβευμένο εκτρεφόμενο χαβιάρι του ρωσικού και Σιβηρικού οξύρρυγχου και σπάνια θαλασσινά, είναι όλα διαθέσιμα για παράδοση την επόμενη μέρα σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Η Ελλάδα ήταν διάσημη για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τις ελιές, το μέλι και για άλλα, όμως τώρα έχει προστεθεί μια νέα ποικιλία αναβαθμισμένων προϊόντων στο γαστρονομικό της ρεπερτόριο: ελαιόλαδο πρώιμης συγκομιδής, μέλι βανίλιας από το Μαίναλο PDO, το μόνο παρεμφερές μέλι στο αυστραλιανό μέλι manuka, άγριες φράουλες Κερκύρας και τα καταπληκτικά ψάρια και θαλασσινά του Αιγαίου, τα οποία εξαιτίας των ιδιοτήτων της θάλασσας και του κλίματος, έχουν μια μοναδική γεύση. Τα προϊόντα αυτά είναι κοινώς διαδεδομένα στους γνώστες του είδους, μαζί με άλλα ανάλογα που υπάρχουν σε αυτήν την ευλογημένη χώρα.

Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μια νέα γαστρονομική είσοδος στην Ελλάδα: το παγκοσμίως φημισμένο χαβιάρι. Από αρχαιοτάτων χρόνων και την εποχή του Αρχέστρατου, του πρώτου σεφ της Αρχαιότητος, οι Έλληνες έχουν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον στα αυγά οξύρρυγχου, προερχόμενα από την Μαύρη Θάλασσα. Τώρα, 2.500 χρόνια αργότερα, το χαβιάρι επανέρχεται μέσω εγχώριας παραγωγής και όχι ως εισαγόμενο προϊόν.

Η Thesauri, η εταιρία που ξεκίνησε την εκτροφή και παραγωγή του πρώτου ελληνικού χαβιαριού, επέλεξε την ακτή του Αμβρακικού για να κτίσει τις υπερ-μοντέρνες εγκαταστάσεις της, διασφαλίζοντας μια ατελείωτη πηγή καθαρού νερού υψίστης ποιότητος. Το χαβιάρι δεν είναι μόνο ένα προϊόν απόλαυσης, αλλά ένας φόρος τιμής στην ιστορία και την γαστρονομία.

Αυτό, όμως, που κάνει την Ελλάδα σημαντική και φημισμένη για τα προϊόντα της, είναι το διαμάντι της γαστρονομίας: η τρούφα. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι συνήθιζαν να ζητούν τρούφες από την Ελλάδα και ειδικά από την Μυτιλήνη, καθώς θεωρούνταν προϊόντα υψίστης ποιότητος. Από την δεύτερη χιλιετία π.Χ. τα μανιτάρια ήταν γνωστά για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι τρούφες ήταν φτιαγμένες από πηλό, που είχε ψηθεί από αστραπή.

Στην σύγχρονη εποχή, η προσοχή μεταφέρθηκε στην Ιταλία, αρχικά εξαιτίας της ανακάλυψης της λευκής τρούφας της Alba και της μαύρης τρούφας στο Piedmont και στη συνέχεια εξαιτίας του πολύ καλού μάρκετινγκ του προϊόντος. Αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα κινητικότητα στην Ελλάδα, γι’ αυτόν τον θησαυρό του υπεδάφους. Εκτός από την άγρια μορφή της, η οποία βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα μέρη της χώρας μας, υπάρχει επίσης καλλιεργήσιμη. Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης, όλο και περισσότεροι συμπατριώτες μας επιλέγουν να ασχοληθούν με αυτό το αντικείμενο, είτε ως παραγωγοί είτε ως ”κυνηγοί”. Ειδικά στην Μακεδονία, ευδοκιμεί η σπανιότερη ποικιλία τρούφας, που είναι η λευκή τρούφα. Στην Κρήτη, η μαύρη καλοκαιρινή τρούφα συνδέεται με την τοπική γαστρονομία και υπάρχει σε αφθονία.

Οι ελληνικές τρούφες βρίσκονται ψηλά στον ανταγωνισμό λόγω της τιμής και της εξαιρετικής ποιότητας και γι’ αυτό τον λόγο εξάγονται σε Ευρώπη και Αμερική. Αυτά είναι δύο από τα σπουδαιότερα παραδείγματα που δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν παράγει μόνο ελαιόλαδο και τυρί φέτα, αλλά προσφέρει ένα γαστρονομικό ταξίδι, ανταποκρινόμενο στα πιο υψηλά παγκόσμια κριτήρια.