Επιστημονική ομάδα του Τμήματος Ιατρικής Ογκολογίας και Θεραπευτικής Έρευνας του Αντικαρκινικού Κέντρου City of Hope στην Καλιφόρνια, με επικεφαλής τον Δρ Ρόουαν Τσλεμπόφσκι, διαπίστωσαν ότι 5% ή και περισσότερο απώλεια βάρους μετά την εμμηνόπαυση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού κατά 12%.Η μελέτη παρουσιάστηκε σε συμπόσιο για τον καρκίνο του μαστού στο Σαν Αντόνιο των ΗΠΑ.
Η παχυσαρκία είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση καρκίνου του μαστού. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν η απώλεια βάρους συντελεί αποτρεπτικά για τη νόσο.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 61.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες από τη μελέτη Women’s Health Initiative. Επρόκειτο για γυναίκες, 50-79 ετών, όταν ξεκίνησε η μελέτη το 1993-1998. Καμιά δεν είχε ιστορικό καρκίνου του μαστού και όλες είχαν φυσιολογικές μαστογραφίες όταν ξεκίνησε η έρευνα.
Το βάρος των γυναικών υπολογίστηκε στην αρχή της μελέτης και έπειτα από τρία χρόνια. Επίσης, ετέθησαν υπό ιατρική παρακολούθηση για πάνω από 11 χρόνια, κατά μέσο όρο. Στο διάστημα αυτό πάνω από 3.000 εκδήλωσαν διηθητικό καρκίνο του μαστού.
Από την αρχική ομάδα, πάνω από 8.100 γυναίκες έχασαν πάνω από το 5% του σωματικού τους βάρους. Αυτές συγκρίθηκαν με πάνω από 41.100 γυναίκες που διατήρησαν σταθερό το βάρος τους.
Εκείνες που είχαν διατηρήσει σταθερό το βάρος τους είχαν κατά μέσο όρο Δείκτη Μάζας Σώματος 26,7, δηλαδή θεωρούνταν υπέρβαρες.
Οι γυναίκες που σκοπίμως έχασαν βάρος, αρχικά είχαν ΔΜΣ 29,9, δηλαδή ήταν οριακά παχύσαρκες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εκείνες που έχασαν περισσότερο από το 15% του αρχικού τους βάρους, μείωσαν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού κατά 37%.
Επίσης, οι επιστήμονες εξέτασαν και μια ομάδα 12.000 γυναικών που πήραν βάρος κατά τη διάρκεια της μελέτης και τελικά δεν προέκυψε ενίσχυση του κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου του μαστού.
Όταν εστίασαν σε συγκεκριμένους τύπους καρκίνου του μαστού, παρατήρησαν 54% αυξημένο κίνδυνο στον τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού στις γυναίκες που είχαν πάρει βάρος μετά την εμμηνόπαυση.
Προς το παρόν οι ερευνητές δεν μπορούν να εξηγήσουν πως η αύξηση του βάρους ενισχύει τις πιθανότητες εκδήλωσης του συγκεκριμένου υποτύπου. Σκοπεύουν όμως να το διευκρινίσουν σε μελλοντικές έρευνες.