Η πτήση και η πτώση – Άρθρο του Χρήστου Χωμενίδη

1555

Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης

 

Το αποτρόπαιο γεγονός του λιντσαρίσματος ενός νέου εν μέση οδώ -στο πολυσύχναστο κέντρο της Αθήνας- οι εικόνες ωμής βίας που από προχθές προβάλλονται διαρκώς στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο ξεσήκωσαν ένα τσουνάμι αντιδράσεων, απολύτως εύλογων. Μυριάδες πολίτες αναθεμάτισαν τον ρατσισμό, την αυτοδικία, την αδυναμία -ή την απροθυμία- της αστυνομίας να σώσει τον Ζακ Κωστόπουλο από τα χέρια των στυγνών διωκτών του. Υπήρξαν ασφαλώς και οι αντίθετες φωνές. Εκείνες που επικρότησαν τον ιδιοκτήτη του κοσμηματοπωλείου επειδή πήρε τον νόμο στα χέρια του. Και μολονότι η εύκολη ερμηνεία είναι να τις αποδώσει κανείς σε χρυσαυγίτες -σε αβγά του φιδιού, μετά ή άνευ προσωπείου-, τυχόν σφυγμομέτρηση διόλου απίθανο να μας έφερνε προ οδυνηρότατων εκπλήξεων. Το να επιχαίρει ο οποιοσδήποτε για έναν θάνατο είναι αυτόχρημα ειδεχθές. Το να λέει -ή να ψιθυρίζει- ο μέσος, φιλήσυχος άνθρωπος πως “τα’ θελε και τα’ παθε” προκαλεί ανατριχίλα.

Είδος σε απόλυτη ανεπάρκεια στην Ελλάδα αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, η διαυγής σκέψη. Η ψυχραιμία που θα επέτρεπε στην κοινή γνώμη να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Να υπερβεί τη συγκινησιακή φόρτιση, να δει και να κρίνει καθαρά. Να βγάλει συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πολιτικές θέσεις. Σε συγκεκριμένες προτάσεις για την αποτροπή παρόμοιων αποτρόπαιων περιστατικών στο μέλλον.

Σε ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο άτυχος Ζακ Κωστόπουλος τιμωρήθηκε με θάνατο επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, ακτιβιστής, οροθετικός. Καμία σχέση. Ο χαμός του στάθηκε ο τελευταίος κρίκος μιας φρικτής αλυσίδας ο πρώτος της οποίας ήταν η τοξικοεξάρτησή του. Ή -για να φτάσουμε στη ρίζα του κακού- τα αυταποδείκτως πολύ δύσκολα παιδικά του χρόνια που δημιούργησαν το ψυχολογικό υπόστρωμα ώστε να αναζητήσει διαφυγή στα ναρκωτικά. Συγχωρήστε μου το απόλυτο ύφος, δεν έχω υπ’ όψιν μου όμως καμία περίπτωση ανθρώπου ο οποίος να ανατράφηκε σε ένα προστατευμένο, αγαπητικό περιβάλλον και να έπεσε στα “σκληρά”.

Τα ερωτήματα τίθενται αδυσώπητα.

Πόσο συχνά στην Ελλάδα ένας κοινωνικός λειτουργός μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά εφόσον οι γονείς ενός παιδιού το κακοποιούν ή αδιαφορούν για εκείνο; Γνωρίζουμε την απάντηση. Η ελληνική οικογένεια -όσο στρεβλή, όσο καταστροφική κι αν είναι- ορθώνεται κάστρο απόρθητο. Σάμπως οι ανήλικοι να μην ανήκουν στον εαυτό τους και στο μέλλον τους. Σάμπως χρέος της πολιτείας να μην είναι η περιφρούρηση της ψυχικής και της σωματικής τους υγείας. Σάμπως να βρίσκονται ως αθύρματα κάτω από την απόλυτη εξουσία του πατέρα και της μάνας τους. Το “τα εν οίκω μη εν δήμω” εφαρμόζεται στην πατρίδα μας στην πιό στρεβλή και επικίνδυνη εκδοχή του. Όταν ένα πλήθος γονέων -που αυτοπροσδιορίζονται μάλιστα σαν “κίνημα”- αντιδρούν δυναμικά στον εμβολιασμό των τέκνων τους επικαλούμενοι τα πιό εξωφρενικά, τα πιό αντιεπιστημονικά επιχειρήματα και ο νόμος αμφιταλαντεύεται απέναντί τους και τα ΜΜΕ τούς δίνουν βήμα, ποιός φραγμός τίθεται για τα τρισχειρότερα;

Σε όλες τις χώρες, θα μού πείτε, υπάρχουν τοξικοεξαρτημένοι. Τόσο χυδαία αντιμετώπισή τους από το κράτος δεν υπάρχει όμως πουθενά, στον ανεπτυγμένο τουλάχιστον κόσμο. Περαστικός να ήσουν από την οδό Μαυροματαίων, έξω από το Πεδίο του Άρεως, θα αντίκριζες τα τελευταία δύο χρόνια εικόνες δαντικής κόλασης. Εκατοντάδες ρακένδυτους, εξαθλιωμένους, βαρύτατα νοσούντες ανθρώπους να σούρνονται κυριολεκτικά, έχοντας μόλις πάρει ή αναζητώντας με όποιο τίμημα τη δόση τους. Οι αρμόδιοι παγερά αδιαφορούσαν ώσπου οι εντονότατες διαμαρτυρίες των περίοικων και η ανάγκη αξιοποίησης τού χώρου τούς εξανάγκασαν να “δώσουν λύση”. Πώς; Μεταφέροντας απλώς, πυξ-λαξ, τους τοξικοεξαρτημένους σε άλλο, παρακείμενο σημείο τής πόλης. Δεν έκρυψαν δηλαδή καν το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Το μετακίνησαν απλώς λίγο πιό πέρα.

Ασφαλώς το πρόβλημα διαθέτει έντονα ταξική διάσταση. Εάν είσαι πλούσιος (κι ας παριστάνεις τον εναλλακτικό, τον αντιεξουσιαστή), μπορείς να φτάσεις μέχρι τα βαθιά σου γεράματα καταναλώνοντας εγγυημένης ποιότητας ηρωίνη. Εάν όχι, σίγουρα θα σε μαζέψουν απ’ “τα ακάθαρτα του δρόμου”, που λέει και ο Καρυωτάκης. Ο Ζακ Κωστόπουλος ανήκε προφανώς στη δεύτερη κατηγορία…

Πάμε στον κοσμηματοπώλη -κατ’άλλους ενεχυροδανειστή- ο οποίος εμφανίζεται να τον κλωτσάει πεσμένο στο κεφάλι. Πάμε στους συνεργούς του. Ανάμεσά μας ζουν ανέκαθεν άνθρωποι έτοιμοι να εκφράσουν τον κτηνωδέστερο εαυτό τους εφόσον τούς δοθεί η ευκαιρία. Ευκαιρία εν προκειμένω στάθηκε η απονενοημένη πράξη τού Ζακ Κωστόπουλου να μπει στο κατάστημα, σε συνδυασμό με την αίσθηση γενικής ανομίας -και άρα φόβου- που επικρατεί στην περιοχή. Ο “νοικοκυραίος”, όπως χλευαστικά τον αποκαλούν, ένοιωσε να απειλείται το ιερό δικαίωμά του στην ιδιοκτησία. Και αντέδρασε προκαλώντας, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, θανατηφόρες σωματικές βλάβες.

Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων υπάρχει και αυτοδικαιώνεται διά του έχειν της. “Έχτισα δύο σπίτια για τα παιδιά μου..” “Αγόρασα καινούργιο αυτοκίνητο…” “Πήγα με τη γυναίκα μου -ή με τον άντρα μου- διακοπές…” Ετούτο δεν τους καθιστά ούτε φασίστες ούτε τέρατα.

Τέρατα καταντούν όταν επικρατήσουν απολύτως συγκεκριμένες και περιγράψιμες (από τη Χάνα Άρεντ, μεταξύ των άλλων, στην “Κοινοτοπία του Κακού”) κοινωνικές συνθήκες. Η εκτρωματική δημοφιλία του ναζισμού στην πατρίδα του από το 1933 μέχρι και το 1945, το γεγονός ότι οι Γερμανοί σήκωναν το τηλέφωνο και αντί άλλου χαιρετισμού έλεγαν “Χάιλ Χίτλερ!”, μπορεί να μάς οδηγήσει σε απόγνωση για το είδος μας. Επωφελέστερο ωστόσο θα ήταν να μάς βάλει να σκεφτούμε. Όχι για να συγχωρέσουμε. Αλλά για να εξηγήσουμε και να αποτρέψουμε την επανάληψη της φρίκης.

Οι άνθρωποι κοντολογίς είναι πουλιά πετούμενα, τα οποία καταντούν ενίοτε δηλητηριώδη ερπετά. Χρέος του καθενός μας να ενθαρρύνει με κάθε κόστος την πτήση και να αντιστέκεται -στ’όνομα του καλού- στην πτώση.

πηγη: capital.gr