Κανόνας οι καταστροφές από πλημμύρες στη μισή Αττική!

740

«To μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί». Η φράση αυτή όταν αφορά τα πλημμυρικά φαινόμενα προκαλεί φόβο, αποτυπώνει όμως την αλήθεια τονίζουν οι επιστήμονες. Τα επόμενα χρόνια η περίπτωση των πλημμυρών στη Μάνδρα που στοίχισαν τη ζωή σε 24 ανθρώπους, προκαλώντας τεράστιες υλικές καταστροφές, δεν θα είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

«Στην Αττική έχουμε σημαντική αύξηση των πλημμυρικών φαινομένων από το 1980 και μετά» τονίζει στην «Κ» ο δρ Μιχάλης Διακάκης, μέλος της επιστημονικής ομάδας του ΕΚΠΑ του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος που ερευνά τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων και τη διαχείρισή τους. «Τα δεδομένα που έχουμε δείχνουν ότι η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική και πολύ περισσότερο οξυμένη τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί για το χρονικό διάστημα 1940-1980».

Οι περιοχές που είναι περισσότερο ευάλωτες σε πλημμυρικά φαινόμενα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΕΚΠΑ είναι όλες οι περιοχές της Αττικής κατά μήκος του Κηφισού ποταμού (27 χιλιόμετρα), ο οποίος πρακτικά διατρέχει όλο το Λεκανοπέδιο.

Πάρνηθα – Φάληρο

Η αφετηρία της ροής του βρίσκεται στην Πάρνηθα και η κατάληξή του στον Φαληρικό όρμο στην περιοχή Μοσχάτου – Φαλήρου. Πρόκειται για τις περιοχές Βαρυμπόμπη, Κρυονέρι, Ανοιξη, Νέα Ερυθραία, Κηφισιά, Αχαρνές, Μεταμόρφωση, Νέα Φιλαδέλφεια, Αγιοι Ανάργυροι, Περιστέρι, Αιγάλεω, Αγιος Ιωάννης Ρέντης, Μοσχάτο, Φάληρο. Εξαιρετικά ευπρόσβλητες περιοχές είναι, σύμφωνα με τον κ. Διακάκη, και εκείνες που βρίσκονται κατά μήκος του ρέματος της Εσχατιάς δηλαδή το Μενίδι, το Ζεφύρι, το Καματερό και το Ιλιον, όπου το συγκεκριμένο ρέμα συναντά τον Κηφισό στο ύψος του Μπουρναζίου. «Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι αυτές οι περιοχές είναι περισσότερο ευάλωτες δεδομένου ότι στον Κηφισό έχουν γίνει και αρκετά έργα, αντίθετα με το ρέμα της Εσχατιάς όπου έχουν γίνει πολλές παρανομίες που επιδεινώνουν την κατάσταση», σημειώνει ο ειδικός επιστήμονας. Επικίνδυνες είναι επίσης οι περιοχές πέριξ μικρότερων ρεμάτων τα οποία έρχονται από το Αιγάλεω, το Περιστέρι και το Χαϊδάρι αλλά και το ρέμα της Πικροδάφνης στον Αλιμο και στην Καλλιθέα.

Η μεγάλη εξάπλωση του αστικού ιστού και των ανθρωπίνων δράσεων μέσα και κοντά στα ρέματα έχει οδηγήσει στο να μη δίνουμε αρκετό χώρο στο νερό για να κυλήσει ομαλά προς τη θάλασσα. Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες ο όγκος του νερού που πρέπει να διοχετευθεί μέσω των φυσικών δρόμων είναι περισσότερος και «πέφτει» σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα με τη μορφή ξαφνικής, έντονης βροχόπτωσης. Ειδικά στην Αττική, η κατάσταση είναι ιδιαίτερη, καθώς εκτός από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που προκαλεί ακραία καιρικά φαινόμενα, η ανάπτυξη του τεράστιου αστικού ιστού χωρίς προδιαγραφές έχει δημιουργήσει μία «τοπική κλιματική αλλαγή». Κλιματική αλλαγή και ακραία καιρικά φαινόμενα είναι έτσι ένας φαύλος κύκλος, καθώς το ένα τροφοδοτεί το άλλο.

Τις επικίνδυνες για πλημμυρικά φαινόμενα περιοχές της Αττικής εντόπισε η επιστημονική ομάδα του ΕΚΠΑ, συνδυάζοντας τα ιστορικά στοιχεία με άλλα δεδομένα: μορφολογία των περιοχών, ανάγλυφο, υψόμετρο και υδραυλικά δεδομένα, δημιουργώντας με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας μια προσομοίωση του τι θα μπορούσε να συμβεί σε διαφορετικές περιπτώσεις βροχοπτώσεων. «Κάτι σαν να ρίχνεις “ψηφιακό νερό” στην Αττική και να βλέπεις πώς θα συμπεριφερθεί σε διάφορες περιοχές» εξηγεί παραστατικά ο κ. Διακάκης. Ο στόχος είναι βέβαια να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές στην «επόμενη Μάνδρα».

Αλλαγή δεδομένων

Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε, καθώς τα έως τώρα δεδομένα δεν επαρκούν για να γίνει μια όσον το δυνατόν ακριβής προβολή για το τι μέλλει γενέσθαι. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν αλλάξει εντελώς τα δεδομένα, με αποτέλεσμα τα στοιχεία στα οποία τελικά στηρίζουμε τον σχεδιασμό μας για τα έργα πρόληψης και προφύλαξης τελικά να μην είναι επαρκής παράμετρος. «Εργα φαραωνικά τα οποία φυσικά κοστίζουν πάρα πολύ, μπορεί τελικά να μη χρησιμεύσουν και να μη λειτουργήσουν όπως θα περιμέναμε», τονίζει ο κ. Διακάκης. Ισως ήρθε ο καιρός να στρέψουμε την προσοχή μας και σε άλλες μεθόδους προφύλαξης, σε συνδυασμό με την εκτέλεση των αναγκαίων έργων, υπολογίζοντας το κόστος σε σχέση με την απόδοση.

Πηγή: Η Καθημερινή, Τάνια Γεωργιοπούλου