Επιστρέφοντας στη λογική και σε μακρινές εποχές, της δεκαετίας του ‘80, οι εταιρίες διανομής βγάζουν απόψε στους κινηματογράφους μόλις τέσσερις νέες ταινίες και μία επανέκδοση, τη «Σιωπή» του Μπέργκμαν. Πρόκειται για το εξαιρετικό «Joker» , με τον συγκλονιστικό Χοακίν Φίνιξ, το πολυσυζητημένο «Ενήλικοι στην Αίθουσα», που βασίζεται στο βιβλίο του Γ. Βαρουφάκη, «Το Αυγό» που διαδραματίζεται στη μακρινή Μογγολία και το «Αμερικανικό Όνειρο», ρουμανικής παραγωγής. Αναλυτικά, με τη ματιά του Χάρη Αναγνωστάκη (ΑΠΕ-ΜΠΕ):
«Joker»
Κλασική ταινία μοναχικού χαρακτήρα, ένα υπαρξιακό δράμα, ένα ψυχολογικό θρίλερ. Σκληρό, τραγικό, σαγηνευτικό, σπαρακτικό, απειλητικό, με την ένταση και να κορυφώνεται υποδειγματικά μέχρι την τελική έκρηξη. Για όσους περιμένουν μια ακόμη ταινία της DC Comics, να δουν υπερήρωες, χαρακτηριστικές φιγούρες από τη χάρτινη Γκόθαμ Σίτι και ότι περιλαμβάνει το γνωστό μενού, είναι γελασμένοι. Εδώ έχουμε έναν Joker μέσα από ένα κοινωνικό πρίσμα, που προσφέρει ένα τρυφερό και συνάμα τρομακτικό πορτρέτο, το οποίο παίρνει ο Χοακίν Φίνιξ και το απογειώνει, το στέλνει σε άλλο επίπεδο, καταφέρνοντας μόνο με την ερμηνεία του να κρατήσει τον θεατή ακόμη κι αυτόν που διαφωνεί με τα μηνύματα που εκπέμπει η ταινία.
Δίχως υπερβολή ο Φίνιξ δεν είναι ακόμη ένας υπέροχος κινηματογραφικός τρελός, κάτι που ως γνωστόν «πουλάει» στο σινεμά. Είναι ένας τραγικός χαρακτήρας, βγαλμένος από τον χειρότερο εφιάλτη, αυτόν που προσεγγίζει την πραγματικότητα, δημιουργώντας τραύματα, δύσκολα επουλώσιμα. Παίζει με όλα τα σημεία του προσώπου, η ματιά του απόλυτα συγχρονισμένη με την κάμερα, που του δίνει την ευκαιρία και να αυτοσχεδιάσει. Αλλά δεν αρκείται σε αυτό, αφού προχωρά την ερμηνεία του στο σώμα, τα νεύρα και τους μύες του, την κίνηση, ακόμη και με την αύρα που αποπνέει στις θλιμμένες στιγμές του.
Όπως πρέπει για έναν κλόουν, αλλά και ένα ψυχωτικό. Τον Άρθουρ-Τζόκερ, που δουλειά του είναι να κάνει τους άλλους να γελούν, γράφει σκετσάκια, φροντίζει την άρρωστη μητέρα του, αναζητά συνεχώς τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ και γελάει συνεχώς. Η αδυναμία του να ενταχθεί σε ένα εχθρικό περιβάλλον επιδεινώνεται από το χλευασμό των άλλων και τους ξυλοδαρμούς. Πάντα μόνος στο πλήθος, ο Άρθουρ έρχεται αντιμέτωπος με μια απάνθρωπη κοινωνία, που σταδιακά τον οδηγεί στον όλεθρο. Ναι, σε πολλά θυμίζει τον «Ταξιτζή» του Σκορτσέζε, αλλά ο Τοντ έχει το ταλέντο να ανανεώσει το μύθο και κυρίως το επιμύθιο.
Σε μια εχθρική Γκόθαμ, ο Άρθουρ φοράει δυο μάσκες, μια εύκολη που τη βάφει ο ίδιος στο πρόσωπό του και μια δύσκολη, που δεν ξεκολλά από το δέρμα του, στην προσπάθειά του να αντέξει αυτόν τον κόσμο.
Ένα δημιούργημα μιας κοινωνίας που υποβιβάζει τους μη προνομιούχους, αντιμετωπίζοντάς τους σαν σκουπίδια και παράλληλα βάζει ταμπέλες σε όσους δεν μπορεί να κατατάξει στα βολικά πλαίσια που έχει φτιάξει.
Ο Τοντ Φίλιπς, εστιάζοντας πάνω στον Άρθουρ, του «χαρίζει» ένα υστερικό χαμόγελο, που οφείλεται στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, στους δαίμονες που τον ακολουθούν συνεχώς. Κάνοντας ένα φιλμ, με πολιτική σκέψη και ταξικό χαρακτήρα, φτάνει στα άκρα τον αντιήρωά του, μια προσωπικότητα που απειλεί την ευδαιμονία της αστικής τάξης, ως αποτέλεσμα της δικής της αλαζονείας, δημιουργώντας ένα σύμβολο, ένα δημιούργημα ουσιαστικά του σύγχρονου κόσμου, μιας σκληρής κοινωνίας, ενός αδηφάγου καταναλωτισμού. Ένα σύμβολο ως προειδοποίηση για το ζοφερό μέλλον, που μπορεί να διχάσει, αλλά η ταινία, χωρίς να το φωνάζει, αφήνει να εννοηθεί ότι κάποιες φορές οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους, ακόμη και αν είναι επώδυνες. Η ζωή δεν είναι πάντα μικροί και μεγάλοι συμβιβασμοί.
Ιδιοφυής είναι ο τρόπος παρουσίασης της κοινωνίας, μέσα από μία δημοφιλή εκπομπή (talk show) που παρουσιάζει ο εξαιρετικός – επιτέλους – Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Μια κοινωνία αδιάφορη για ότι συμβαίνει δίπλα, έτοιμη να κατασπαράξει τον πιο αδύναμο, συγκαταβατική σε όλα τα καθημερινά και αποτρόπαια που επιτάσσουν οι ταγοί της. Ταυτόχρονα η δημιουργική φωτογραφία του Λόρενς Σερ αναδεικνύει την ισχύ του σκοταδιού στην κοινωνία, αλλά και της τσακισμένης ψυχής του Άρθουρ, ακόμη και μέσα από τις αναπάντεχες πλούσιες δέσμες φωτός, ταιριαστές με τις απατηλές στιγμές ευδαιμονίας, που προετοιμάζουν το έδαφος για την καταστροφή.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Πάντα μόνος ανάμεσα στο πλήθος, ο Άρθουρ Φλεκ αναζητά να συνδεθεί. Καθώς περιφέρεται στην εχθρική Γκόθαμ, ο Άρθουρ φοράει δύο μάσκες. Τη μία τη βάφει ο ίδιος στο πρόσωπο του κάθε πρωί που δουλεύει ως κλόουν. Τη δεύτερη δεν μπορεί να τη βγάλει ποτέ. Είναι η μεταμφίεση που κρύβει τη μάταιη προσπάθεια του να γίνει μέρος του κόσμου γύρω του και όχι απλώς ένας καταπατημένος άντρας. Ορφανός από πατέρα, ο Άρθουρ έχει μία αδύναμη μητέρα, που τον φωνάζει Happy, το παρατσούκλι που του καλλιεργεί ένα μόνιμο, σπασμωδικό χαμόγελο για να κρύψει τον πόνο μέσα του. Αλλά, κάθε φορά που τον περιγελούν, αυτός ο κοινωνικά απόβλητος άντρας εκτροχιάζεται ακόμα περισσότερο.
«Ενήλικοι στην Αίθουσα»
Εντάξει, έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα για την τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά. Από αυτούς που την ύμνησαν μέχρι εκείνους που την απαξίωσαν ή τη λοιδόρησαν, κατά βάση χωρίς να την έχουν δει. Έφτασαν ακόμη και σκελετοί από τις ντουλάπες και τηλεπερσόνες να έχουν άποψη, να χλευάζουν και να βυσσοδομούν χοντροκομμένα ή έντεχνα έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη, με μακρά πορεία, όχι πάντα πετυχημένη, όπως συμβαίνει συνήθως στο σινεμά. Από τον Όρσον Ουέλς μέχρι τον Σπίλμπεργκ, όλοι έχουν τις αποτυχίες στη σταδιοδρομία τους. Γιατί άλλο ο Γαβράς των δημιουργιών «Κατάσταση Πολιορκίας», «Ο Αγνοούμενος», «Ζ» και πολλών άλλων καλών ταινιών και άλλο η άποψη που έχει ο καθένας για τον Γ. Βαρουφάκη.
Τέλος πάντων, ας γυρίσουμε στην ταινία. Το φιλμ βλέπεται με ενδιαφέρον, αν και ο κάθε Έλληνας έχει φτιάξει το δικό του σενάριο στο μυαλό για εκείνη την περίοδο της χώρας. Ο χρόνος κυλά κανονικά και με ενδιαφέρον, που ίσως να οφείλεται και στην οικειότητα που έχουμε με καταστάσεις και πρόσωπα. Έχει καλές και αδιάφορες ή άτυχες στιγμές και δεν προκαλεί χασμουρητά παρότι δεν έχει να αποκαλύψει κάτι καινούργιο στην ιστορία, που λίγο πολύ, έως πάρα πολύ γνωρίζουμε πλέον όλοι. Ο Γαβράς που ελκύεται από την πολιτική και τη μάχη των αδυνάτων απέναντι στους ισχυρούς και είναι γνωστή η πολιτική του τοποθέτηση, είναι φανερό ότι παίρνει θέση, υιοθετώντας το βιβλίο του πρώην υπουργού «Ανίκητοι Ηττημένοι» και ως εκ τούτου την άποψη Βαρουφάκη για το τι συνέβη εκείνη την εποχή, φτάνοντας στα όρια της αγιογραφίας του.
Ο 86χρονος Ελληνογάλλος κινηματογραφιστής επιδεικνύει μια ιδιαίτερη σπουδή από την ώρα που ήρθε στα χέρια του το βιβλίο, μέχρι το τελικό μοντάζ, κάτι που αποδυναμώνει και υπονομεύει το τελικό αποτέλεσμα. Θα ήταν σίγουρα προτιμότερο και σίγουρα πιο αποτελεσματικό να γυρίσει ένα φιλμ μυθοπλασίας, έχοντας εξασφαλίσει και μια σφαιρική ενημέρωση για τα τεκταινόμενα εκείνης της περιόδου, που θα μιλούσε κυρίως για το τι βρίσκεται πίσω από το οικονομικό στραγγάλισμα μιας χώρας, τα πολιτικά παιχνίδια στο παρασκήνιο, την κυριαρχία των αριθμών πάνω στους ανθρώπους και ποιος πραγματικά την επιβάλει, να ανοίξει το θέμα του στα ζητήματα που αφορούν πλέον όλο και περισσότερους λαούς σε όλη τη γη. Αντ’ αυτών ο Γαβράς επιλέγει να ακολουθήσει το αφήγημα του Βαρουφάκη και κινηματογραφικά κάτι ανάμεσα σε δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ και (περισσότερο) σε πολιτικό θρίλερ, με αφηγητή και πρωταγωνιστή τον πρώην υπουργό Οικονομικών.
Ως δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ πιάνει τη βάση, καθώς ο Γαβράς διαθέτει την εμπειρία και τη γνώση για να μπλέξει με δεξιοτεχνία το ρεαλισμό με τη δραματοποίηση καταστάσεων, αλλά κουράζει με την παράθεση πολλών στοιχείων, την παρουσία προσώπων που εντελώς σχηματικά παρελαύνουν μπροστά από τον φακό. Κάτι που εύκολα γίνεται αντιληπτό θα κουράσουν ιδίως το κοινό εκτός Ελλάδας και μάλιστα αυτό που δεν έχει περάσει ποτέ την κρίση που περάσαμε στη χώρα μας και μπορεί να μη γνωρίζει ούτε που βρίσκεται η Ελλάδα.
Αλήθεια πως θα βλέπαμε εμείς το ίδιο θέμα ας πούμε για την Νέα Ζηλανδία αν βρισκόμαστε στην εποχή της ευμάρειας; Μάλλον με αδιαφορία – τουλάχιστον για το πλήθος που δεν ενδιαφέρεται για μία πολιτική ταινία, που περιστρέφεται γύρω από την οικονομία. Απ’ την άλλη, ως πολιτικό θρίλερ έχει ένα εγγενές πρόβλημα. Ξέρουμε και τα επιμέρους κομμάτια της ιστορίας και το τέλος. Άρα λογικό είναι να συγκινήσει ή να προκαλέσει το ενδιαφέρον μόνο ενός πολιτικοποιημένου Έλληνα ή άντε από την Πορτογαλία και γενικότερα τον ευρωπαϊκό νότο.
Η ταινία όπως είπαμε έχει και τα καλά της και τις ατυχίες της. Έχει ρυθμό, δυνατές σκηνές, όπως αυτή που ο τότε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας περιμένει έξω από το γραφείο του τον Βαρουφάκη, κατά το πρώτο τους ραντεβού ή εκείνη που στο πρώτο Eurogoup οι αριθμοί βγαίνουν πάνω από τη στρογγυλή τράπεζα και αρχίζουν και χορεύουν, αλλά και αδυναμίες, όπως η ατελής ή ανύπαρκτη ανάπτυξη των χαρακτήρων, τουλάχιστον των βασικών. Ο πρωθυπουργός παρουσιάζεται παθητικός, συναισθηματικά φορτισμένος, αλλά άδειος από περιεχόμενο, οι υπόλοιποι υπουργοί λίγο πολύ σχηματικοί και αδιάφοροι, ενώ οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών (με τους τερατώδεις τεχνοκράτες της τρόικας να έχουν πλάκα) και των υπόλοιπων χωρών να εμφανίζονται σκληροί, διπρόσωποι, μαριονέτες που κινούνται από συμφέροντα ή από την ισχύ του Γερμανού υπουργού Οικονομικών. Ακόμη και ο Βαρουφάκης μένει χωρίς υπόσταση. Από που έρχεται, ποιος είναι στην προσωπική του ζωή, μέχρι που είναι διατεθειμένος να φτάσει;
Υπάρχουν και αρκετές σκηνές που τροφοδοτούνται από τηλεοπτικά πλάνα, προκαλώντας λογικά τη θλίψη, για εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια, αλλά μάλλον είναι χρήσιμα. Για την ιστορία του δημοψηφίσματος είναι εμφανής η αμηχανία του Γαβρά, όπως και όλων των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, ενώ γίνεται εξόφθαλμα αντιληπτό ότι ο Βαρουφάκης υποστηρίζει πως κάποιοι από τον στενό κύκλο του τότε πρωθυπουργού και το οικονομικό επιτελείο τον υπόσκαπταν, ίσως και σε συνεργασία με τους δανειστές, προκειμένου να φύγει από τη μέση και να επιτευχθεί συμφωνία. Και φτάνουμε στο φινάλε που η επιλογή του Γαβρά να αναδείξει αυτό που λέει από την αρχή της ταινίας, ότι πρόκειται για μια «ελληνική τραγωδία», ξαφνιάζει. Δυσάρεστα.
Είναι μία ατυχέστατη στιγμή, δείχνοντας τον πρωθυπουργό να μπαίνει στην έδρα της ΕΕ, για την τελική διαπραγμάτευση που θα έχει ως αποτέλεσμα ένα ακόμη βαρύτατο Μνημόνιο, ως χορικό τραγωδίας και μάλιστα παραπέμποντας σε μιούζικαλ Δαλιανίδη.
Ο Χρήστος Λούλης, στον κεντρικό ρόλο, προσεγγίζει την προσωπικότητα του Βαρουφάκη, μέσα από τη δημόσια εικόνα του πού γνωρίζουμε όλοι μας, πειστικότατα, από τη φωνή και τις κινήσεις μέχρι το βλέμμα. Είναι πράγματι πολύ καλός. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, που υποδύονται τους Έλληνες υπουργούς, απλώς διεκπεραιώνουν τους ρόλους τους, αφού το σενάριο πρωτίστως δεν τους δίνει και μεγάλα περιθώρια, ενώ από το ξένο καστ ξεχωρίζει ο Ούρλιχ Τούκουρ με τη στιβαρή ερμηνεία του, στο ρόλο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Πίσω από κλειστές πόρτες, μια ανθρώπινη τραγωδία εξελίσσεται. Ένα παγκόσμιο θέμα, μια ιστορία ανθρώπων παγιδευμένων σε ένα απρόσωπο δίκτυο εξουσίας. Οι σκληροπυρηνικές συναντήσεις του Eurogroup επιβάλλουν στην Ελλάδα μια δικτατορία λιτότητας δίχως να νοιαστούν για την επιβίωση των Ελλήνων. Μια κλειστοφοβική παγίδα δίχως διαφυγή ασκεί πίεση στους πρωταγωνιστές των διαπραγματεύσεων ώστε να προκαλέσει διχόνοια μεταξύ τους. Μια τραγωδία σύμφωνα με την αρχαία ελληνική έννοια όπου οι χαρακτήρες δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, αλλά καθοδηγημένοι από τις συνέπειες της δικής τους αντίληψης για το τι είναι σωστό να κάνουν.
«Το Αυγό»
(«Οndοg») Δραματική κοινωνική ταινία, κινεζικής και μογγολικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Κουανάν Γουάνγκ, με τους Αοριγκελέτου, Γκανγκτέμουερ Αρίλντ, Νοροβσάμπουου, Ντούλαμτζαβ Ενκταϊβάν κα.
Ένα συναρπαστικό ταξίδι, στο οποίο κυριαρχούν τα τοπία της μογγολικής στέπας, λουσμένα στο γαλάζιο λυκόφως, για τον έρωτα, την επιβίωση και τη θέση των γυναικών στην απέραντη και μακρινή χώρα, από τον Κινέζο σκηνοθέτη του ιδιαίτερου «Γάμου της Τούγια», που είχε βραβευθεί με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου πριν μια δεκαετία.
«Το Αυγό» είναι ένα φιλμ ευγενικών προθέσεων και εντυπωσιακού καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Μη συμβατικό στην αφήγηση και με σενάριο που δεν προσπαθεί να γίνει δυτικό και καταναλώσιμο από το ευρύ κοινό. Μιλά για παγκόσμιες αλήθειες, εστιάζει στους απλούς ανθρώπους και δείχνει έναν σεβασμό προς τη φύση της Μογγολίας, ένα μοναδικό σκηνικό, που μοιάζει εξωπραγματικό και σίγουρα μακριά από τα συνηθισμένα πρότυπα.
Το σενάριο, που έγραψε ο ίδιος ο Γουάνγκ, είναι αντισυμβατικό, διηγείται διαφορετικές ιστορίες, με αποσπασματικό τρόπο, δημιουργώντας ένα πλαίσιο ονείρου, με τους κύκλους της ζωής (από τα απολιθωμένα αυγά των δεινοσαύρων που βρέθηκαν στη στέπα, τον έρωτα και την εγκυμοσύνη, μέχρι το θάνατο) να συνδέονται με τη φύση, ενώ η παρατήρηση ενός κυνηγού ότι «αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι δεν είναι πάντα η πραγματικότητα» είναι και το μυστικό για την καλύτερη κατανόηση της ταινίας.
Οι άγνωστοι ηθοποιοί με τα περίεργα ονόματα, στέκονται στο ύψος της καλλιτεχνικής επάρκειας του Γουάνγκ, ο οποίος τους φροντίζει με τα αξιοπρόσεκτα πλάνα του, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ακόμη ένα χαρακτήρα, που μάλιστα κυριαρχεί, αυτόν της μογγολικής στέπας.
Εννοείται ότι η ταινία δεν προσφέρεται για ένα ευχάριστο διωράκι, παρά τα υπέροχα πλάνα της και το εξωτικό περιτύλιγμά της. Άλλωστε είναι ένα φιλμ που έγινε με καρδιά και στοχεύει στην καρδιά..
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ένας 18χρονος αστυνομικός φυλάει μόνος του τη σκηνή ενός εγκλήματος με θύμα μια γυμνή, νεαρή γυναίκα. Μια 35χρονη ντόπια έχει σταλεί να τον βοηθήσει. Σε αυτή τη σκοτεινή και απομονωμένη νύχτα στις στέπες της Μογγολίας, οι δυο τους κάνουν σεξ και η γυναίκα μένει έγκυος. Μια πράξη που έχει το δικό της απώτερο κίνητρο. Την τέλεια αγάπη, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν την κρατάς μακριά από έναν άντρα σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου.
«Αμερικάνικο Όνειρο»
(«Lemonade») Δραματική ταινία, ρουμανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ιοάνα Ουρικάρου, Μαλίνα Μανοβίτσι, Ντίλαν Σμιθ, Στιβ Μπάτσικ, Μέγκαν Άλεν κα.
Μια ακόμη ευχάριστη έκπληξη, ένα μικρό διαμάντι που μας έρχεται από τη Ρουμανία, σε παραγωγή του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα Κριστιάν Μουντζίου, εκπροσώπου του λεγόμενου «νέου κύματος» του ρουμανικού σινεμά.
Μια ταινία για το αμερικανικό όνειρο που συνεχίζει να στοιχειώνει την Ευρώπη, μιας και απ’ ότι φαίνεται οι Αμερικανοί έχουν σταματήσει να ονειρεύονται εδώ και καιρό. Η Ουρικάρου, μαζί με τον Μουντζίου θέλουν να μιλήσουν για την ξινίλα του σύγχρονου κόσμου, όπου μια σκληρή εξουσία επιβάλλεται σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα από την ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής.
Ένα σκληρό φιλμ, για τα όνειρα αισιοδοξίας που προσγειώνονται ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα, ασκεί οξεία κριτική για την κατάσταση στη Ρουμανία, που προσπαθεί να μπει, όπως πολλές χώρες, στα παπούτσια του αμερικανικού καπιταλισμού και φυσικά στις ΗΠΑ για τους πολιτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς, με αφορμή το σύστημα μετανάστευσης της χώρας. Αν εξαιρέσουμε μία σχετική φλυαρία, που προσεγγίζει τη γαλλική και ορισμένες φορές χαλάει το ρυθμό της ιστορίας, αλλά και την αμηχανία για την ολοκλήρωσή της, είναι μια ταινία αποτελεσματική, πετυχαίνοντας το στόχο της.
Η σχεδόν άγνωστη στο κοινό Μαλίνα Μανοβίτσι με τα μεγάλα της εκφραστικά μάτια αναδεικνύει τον εύθραυστο και συνάμα σκληρό χαρακτήρα της ηρωίδας. Δυνατή ερμηνεία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Η Μάρα, μια τριαντάχρονη ανύπαντρη μητέρα από την Ρουμανία, εργάζεται στις ΗΠΑ σαν αποκλειστική νοσοκόμα με προσωρινή βίζα. Θέλοντας να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον γιo της, παντρεύεται τον ασθενή της, Ντάνιελ, λίγο πριν λήξει η άδεια παραμονής της. Οι διαδικασίες για την απόκτηση της πράσινης κάρτας ξεκινούν δίνοντας συνεντεύξεις στον αρμόδιο υπάλληλο του υπουργείου μεταναστευτικής πολιτικής, τον Mότζι. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται και προκύπτουν συνεχώς εμπόδια…
«Η Σιωπή»
(«The Silence») Ψυχολογικό δράμα, σουηδικής παραγωγής του 1963, σε σκηνοθεσία Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, με τους Ίνγκριντ Τούλιν, Γκούνελ Λίντμπλομ, Μπίργκερ Μάλμστεν κα.
Κλασική ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που βγαίνει στους κινηματογράφους με ψηφιακά αποκαταστημένες κόπιες. Η ταινία, που αποτελεί το τρίτο μέρος της «τριλογίας της σιωπής», μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις συγκρούσεις, κάτω από το πρίσμα της απουσίας του Θεού.
Η ιστορία της επικεντρώνεται πάνω σε δυο αδελφές, οι οποίες επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στο εξωτερικό, σταματούν σε ένα ξενοδοχείο κι εκεί θα βγάλουν τον πραγματικό εαυτό τους, θα φέρουν στην επιφάνεια αντιζηλίες, κρυμμένα και καταπιεσμένα αισθήματα, το μίσος που σιγοβράζει.
Οπτικά εντυπωσιακό, το φιλμ του Μπέργκμαν, παίζει με τις σκιές και τη σιωπή, καθώς οι δύο ηρωίδες έχουν χάσει ακόμη και το στοιχειώδες σημείο επαφής και επικοινωνίας. Η εκφραστική του δύναμη είναι εμφανής σε κάθε πλάνο του Μπέργκμαν. Άλλες φορές χρησιμοποιεί μικρό διάφραγμα στο φακό της κάμεράς του, δημιουργώντας ένα μεγάλο βάθος πεδίου στην εικόνα του, αναδεικνύοντας την αίσθηση αποξένωσης μεταξύ των δύο αδελφών και άλλες τεντώνει την προοπτική, που προκαλεί ο ευρυγώνιος φακός, διογκώνοντας τους όγκους σε πρώτο πλάνο και συμπιέζοντας εκείνους στο βάθος, υπηρετώντας πάντα τη σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης των πρωταγωνιστριών του.
Μαθήματα κινηματογράφου, σε μια αργών ρυθμών ταινία, χωρίς εντάσεις, με εσωτερική δράση, μια αποκάλυψη για τη δύναμη των εικόνων, που πρέπει να γνωρίσουν ή και να υπομείνουν οι νεότεροι.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Δυο αδελφές, η Έστερ και η Άννα, επιστρέφοντας μετά από ταξίδι στο πατρικό τους σπίτι, κάνουν μια προσωρινή στάση σ’ ένα άγνωστο ξενοδοχείο, σε μια απροσδιόριστη χώρα. Κατά την παραμονή τους στο ξενοδοχείο θα αποκαλυφθεί το σιωπηρό τους αμφίδρομο μίσος, καθώς οι απόκρυφες επιθυμίες τους θα έρθουν στην επιφάνεια.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ,Xάρης Αναγνωστάκης