Ο φίλος μου, Παναγιώτης Τέτσης…

5890

Γράφει η Σοφία Τσίπα

(Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ έντυπη έκδοση, Σάββατο 21 Μαϊου)

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που θαρρείς πως γνωρίζεις καλά… Μα όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου να δώσει το φινάλε, αισθάνεσαι ότι τελικά μπορεί να σου διέφυγε κάτι σημαντικό από την αντίληψη, την κοσμοθεωρία και τελικά τις πράξεις που οριοθετούν τα προηγούμενα. Και είναι κάπως αμήχανη η στιγμή που όλα αυτά αποκαλύπτονται περήφανα μπροστά σου εν τη απουσία των.

Πάνω στον ηχηρό κρότο της απουσίας του λοιπόν, θα ήθελα να γράψω για όσα αισθάνομαι για τον Παναγιώτη Τέτση. Και για όσα ο ίδιος με έκανε να αισθανθώ μέσα από τις πράξεις του. Τον άνθρωπο που γνώρισα προσωπικά και εκείνον που έμαθα, αφού ταξίδεψε για πάντα. Ο Παναγιώτης Τέτσης ήταν φίλος μου. Όσο παράξενο κι αν μοιάζει αυτό, εξαιτίας της απόστασης που «έχτισε» ανάμεσά μας το άθροισμα του χρόνου. Όχι, δεν ήταν δάσκαλός μου, ούτε ένας γνωστός μου, ούτε συναναστροφή για δημόσιες σχέσεις. Ήταν παρέα, φίλος μου. Ως Παναγιώτης που έφερε τον Τέτση κι όχι ως Τέτσης που έσερνε τον Παναγιώτη. Η Αλεξάνδρα μου είπε πρόσφατα: «Με εντυπωσιάζει η σχέση που είχατε, η ιδιότυπη αυτή φιλία σας, δίχως να υπάρχει συμφέρον κι απ’ τις δυο πλευρές.» Εξήντα χρόνια διαφορά. Μα, ποιος είπε ότι η ηλικία καθορίζει την φιλία; Βάζει όρια και φραγμούς; Πιο πολύς από μισός αιώνας. Μα ουσιαστικά μας χώριζαν δύο μέρες μόνο. Εγώ γεννήθηκα στις 13, εκείνος στις 15 Ιούνη μήνα. Πέρυσι το καλοκαίρι κάναμε μαζί τα πιο όμορφα γενέθλια. Σβήσαμε μαζί τις τούρτες μας σαν παιδιά και τελευταία φορά βρεθήκαμε στο «Καφενείο» που του άρεσε πολύ. Με την Κική και τον Σπύρο, που αγαπούσαμε πολύ. «La Κiki! La Κiki!» φώναζε κάθε φορά που την συναντούσε και κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλο, λες κι ήταν μαθητούδια. Ο Τέτσης ήταν υπέροχη παρέα κι η συναναστροφή μαζί του συναρπαστική. Προτιμούσα πολλές φορές τη δική του συντροφιά από πολλούς συνομήλικους φίλους μου. Και πως να μην ήταν έτσι…

Γνωριστήκαμε στο εργαστήρι οκτώ χρόνια πριν κι αυτό που υπήρξε μεταξύ μας το ονομάζω… φιλία με την πρώτη ματιά. Φιλία, που βέβαια εξελίχθηκε, άνθισε με τα χρόνια. Γνώρισα πολλούς ζωγράφους. Κορυφαίους. Μα για μένα κανείς δεν ήταν σαν τον Τέτση. Για το έργο του μπορούν να γράψουν πολλοί και πιο ειδικοί. Έχουν γράψει και θα συνεχίσουν να γράφουν. Άλλωστε, τώρα πια ανήκει στην ιστορία. Πέρασε στην αιωνιότητα. Δούλευε το πινέλο με μαεστρία μοναδική, σπουδαίος κολορίστας, περφόρμερ της ζωγραφικής, ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους που πέρασαν από τον τόπο. Αυτά κι άλλα τόσα, κι ακόμα τόσα, κι ακόμα περισσότερα. Ετούτο όμως θα θελα τώρα ν’ αποτυπώσω στο χαρτί: ποιος ήταν ο Παναγιώτης, ως άνθρωπος, άνδρας, υδραίος.

Παναγιώτης. Κανείς δεν τον αποκαλούσε έτσι. Δεν είχα ακούσει ποτέ, τουλάχιστον εγώ, αυτή την προσφώνηση. Οι μαθητές του «δάσκαλε», οι πιο στενοί του αγαπημένοι φίλοι «Τέτση», «Τέτση μου» και οι πολλοί περισσότεροι «κύριε Τέτση». Του άρεσαν οι…πληθυντικοί και πολλές φορές απευθυνόταν κι εκείνος στους συνδαιτυμόνες του χρησιμοποιώντας τους, ακόμα και με φίλους. Έδινε αξία στους τύπους. Φύσει ευγενής. Ακολουθούσε σε όλα μια ιεροτελεστία. Μια ιεροτελεστία και μια φροντίδα για το κάθε τι, που στους καιρούς μας λείπει. Που σε κάποιον τάχα μου «μοντέρνο», ο οποίος δεν την έχει ζήσει φαντάζει παλιομοδίτικη ή ξεπερασμένη. Ένας τρόπος ζωής, που σε κάνει να νιώθεις πιο ανθρωπινός. Που σε κάνει να νιώθεις πως στα μικρά εν τέλει βρίσκονται τα ωραία.

Ο Τέτσης υπήρξε εξαιρετικός μάγειρας. Όπως ανακάτευε τα χρώματα, έτσι του άρεσε να ανακατεύει τα υλικά των συνταγών του. Το λάδι, το αλάτι, το πιπέρι, το αλεύρι, τα μπαχάρια. Τις μυρωδιές και τις γεύσεις. Οι συνταγές του θα μπορούσαν να αποτελέσουν βιβλίο και θα είχε πράγματι ενδιαφέρον ένα τέτοιο βιβλίο. Μέχρι δική του συνταγή για σαγκρία είχε. Δεν συμβιβαζόταν με τις έτοιμες. Του άρεσε να ζυμώνει και να φτιάχνει ψωμί με προζύμι, μνημονεύοντας τις κουτσούνες, τα μικρά υδραίικα ψωμάκια, που έτρωγε στα παιδικά του χρόνια. Τότε που έμενε στο μητρικό του σπίτι και κοιμόταν στρωματσάδα πάνω σε κουβέρτες που μύριζαν φρεσκάδα. Απλωμένες όλη μέρα κάτω απ’ τον υδραίικο ήλιο, μοσχοβολώντας κάτι απ’ τα αρώματα της φύσης και των δένδρων.

Μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Τα καλέσματά του εκεί πραγματικά ασυναγώνιστα. Η λέσχη ήταν θαρρώ η πιο μεγάλη πολυτέλειά του. Η λέσχη είχε ουσία για τον Τέτση. Γιατί εκεί μπορούσε να προσκαλεί τους φίλους του προσφέροντάς τους την σπιτική φροντίδα και πολυτέλεια. Η λέσχη δεν ήταν επίδειξη για τον Τέτση. Ήταν ό,τι είχε απομείνει ίσως από την παλιά καλή Αθήνα. Αρχοντιά αυτονόητη. Όπως ήταν κι ο ίδιος. Χωρίς να φλυαρεί και να κομπάζει.

Πρώτα καθόμασταν στο σαλονάκι για ποτό και πατατάκια. «Οι πατάτες είναι σπιτικές» έλεγε όταν μου τις προσέφερε… Έσπαγε ο πάγος με τους συνδαιτυμόνες, κι ύστερα περνούσαμε στο τραπέζι. Η σκηνοθεσία γινόταν πάντα από τον ίδιο. Τίποτα στην τύχη. Μπροστά από κάθε πιάτο ένα μικρό καρτελάκι που είχε το όνομα του καθενός μας, με τα γράμματά του. Πολλά απ’ αυτά έχω κρατήσει. Στα δείπνα που ήμουν κι εγώ καλεσμένη το καρτελάκι με το όνομά μου ήταν πάντα πλάι στη δική του θέση. Με είχε πάντα δίπλα του και με τιμούσε πάντα. Τα φαγητά μας εκλεκτά. Σαν σπιτικά. Και το μενού συνήθως προκαθορισμένο από εκείνον. Έπειτα γλυκό, απεριτίφ και στη συνέχεια θα μας μοίραζε κάποιο μικρό δωράκι. Μια μαρμελάδα που είχε φτιάξει μόνος του ή κάτι άλλο λιτό, αλλά φροντισμένο και γουστόζικο. Στις 12.30 η ομήγυρη σιγά-σιγά θα διαλυόταν. Θα φτάναμε μέχρι τη γωνία περπατώντας κι έπειτα θα αριβάραμε με τα ταξί.

Την επομένη το πρωί το πρόγραμμα για εκείνον ήταν βαρύ καλλιτεχνικό. Η καθημερινότητά του στο εργαστήρι. Μεροκάματο κανονικό. Ακούραστος, ακάματος μέχρι τέλους. Τοποθετούσε τον καμβά στο πάτωμα και σχεδίαζε πάνω του με χρώματα, σε στάση τέτοια που έμοιαζε να σκάβει… Τα χρώματα της Ύδρας τον συνόδευαν παντού. Το μπλε σε όλες του τις αποχρώσεις, το πράσινο, το κίτρινο και το πορτοκαλί. Τα χρώματα του Τέτση, οι πίνακές του στα πιο απόκρημνα και μυστικά τοπία της Ύδρας. Το πνεύμα του διάσπαρτο παντού, σαν αύρα γύρω και πάνω απ’ το νησί. Πνεύμα μιας ύπαρξης που έλαβε χάρη να αποτυπώσει μυστηριακά τα άπιαστα χρώματα με τα οποία έπλασε ο θεός την οικουμένη. Κι αυτά τα χρώματα της Ύδρας τον συνόδευαν παντού από παιδί και σαν παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ του στην καρδιά, τριγύριζε στον κόσμο των ανθρώπων.

Το εργαστήρι του στην Ξενοκράτους ένας κόσμος άλλος. Παλέτες, χρώματα, αμέτρητα πινέλα, έργα τέχνης. Από παντού έσταζε χρώμα και ζωή. Εκεί πολύ συχνά δεχόταν φίλους. Κι ως οικοδεσπότης που τιμά τον καλεσμένο του, προχωρούσε ο ίδιος στη μικρή κουζίνα κι ετοίμαζε καφέ ελληνικό που έψηνε στο μπρίκι, γλυκό του κουταλιού ή σοκολατάκι. Κι αφού σου πρόσφερε ό,τι είχε καθόταν απέναντι και οι συζητήσεις ξετυλίγονταν σαν μεταξοτυπίες που είχαν ν΄ ανοιχτούν καιρό.

Ο Τέτσης ξεκίνησε φτωχό παιδί από την Ύδρα ανεμίζοντας τα πινέλα στους αέρηδες, τους λόφους, τις ταράτσες και τα υψώματα, κι όταν οι συνομήλικοί του έφτιαχναν μπάλες από δέρμα ζώου κι έπαιζαν ποδόσφαιρο αυτός ανακάτευε τα χρώματα και μπογιάτιζε τον κόσμο ανακατασκευάζοντάς τον όπως θα ήθελε να είναι. Στο μητρικό του σπίτι στην Ύδρα, μια μέρα μου είχε αποκαλύψει τα πρώτα του σχέδια. Τα πρωτόλεια. Ζωγραφιές που έφτιαξε παιδάκι ακόμα πάνω στα πλατιά βότσαλα της θάλασσας. Κι ύστερα μεγαλώνοντας, κατάφερε να ταξιδέψει αυτά τα βότσαλα και – μέσα στη διάρκεια που έλαβε χώρο σ’ αυτό το σύμπαν η ύπαρξή του- να διαπρέψει με τη δουλειά, την τέχνη, το ταλέντο, την αισθητική του. Πολλά απ’ τα έργα του κοστίζουν αρκετά. Μα περισσότερα ακόμα κόστιζαν τα αισθήματα και η καρδιά του. Κι ό,τι δεν του άρεσε, ό,τι  χαλούσε την αισθητική του, πάσχιζε ο ίδιος να το αλλάξει. Είτε αυτό ήταν μικρό, είτε μεγάλο. «Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταιω…»

Εκτός των άλλων, ο Τέτσης είχε και έναν «ωραίο σνομπισμό». Ιδιότυπο. Μ΄ έναν τρόπο που τον καθιστούσε μοναδικό. Όχι με τάση να μειώσει τον διπλανό του, απλά είχε για όλα, εμμονικά θαρρείς, το δικό του τρόπο. Τη δικιά του γραφή και σφραγίδα. Το πιο γνωστό σουβενίρ της Ύδρας είναι τα ζαχαρωτά. Ο Τέτσης συνήθιζε να τα προσφέρει σε φίλους ερχόμενος απ’ το νησί. Νόστιμα και τραγανά. Πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη. Κατάλευκο τοπίο που χορταίνει γλυκά τον ουρανίσκο. Το παραδοσιακό υδραίικο μαγαζάκι τοποθετούσε τις μικρές μπουκίτσες-αχλαδάκια στη σειρά σ’ ένα χάρτινο αδιάφορο κουτί. Κάτι τον ενοχλούσε. Δεν μπορούσε να τα προσφέρει έτσι.  Πήγε στην Αθήνα σ’ ένα ξυλουργείο, σχεδίασε εκεί τα ξύλινα κουτάκια όπως τα είχε φανταστεί, παρήγγειλε κάμποσα απ’ αυτά και τους τα δώρισε  να βάζουν μέσα τα ζαχαρωτά αχλαδάκια όταν τα αγοράζει εκείνος αλλά και οι υπόλοιποι. Δεν είναι κάτι το σπουδαίο αυτό, μα και αυτό το λίγο συμπληρώνει κάτι.

Η Ύδρα μέχρι πρότινος δεν είχε νεκροφόρα. Στο νησί γενικά δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα και το κοιμητήρι στέκεται ψηλά σ’ ένα ύψωμα, αφήνοντας το βλέμμα να κατρακυλά στο απέραντο γαλάζιο κι όλο το νησί. Όσοι κεκοιμημένοι οδηγούνταν κάθετοι εκεί πάνω, έφταναν με καρότσι. Το ίδιο που λίγο πριν, λίγο μετά, έσερνε τις βαλίτσες. Δεν είναι σακί όμως αυτός που «φεύγει» για να φτάνει στο χώμα με καρότσι… Αγόρασε ο ίδιος λοιπόν, παρέα με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη, όχημα ειδικό και το δώρισε, γιατί όλο αυτό ενοχλούσε την αισθητική του. Ίσως γιατί δεν ήθελε να φτάσει κι εκείνος με καρότσι…

Ανηφορίζοντας προς το κοιμητήρι με την Λία και την Αλεξάνδρα να τον χαιρετήσουμε, σ’ ένα σταυροδρόμι, λίγο πριν, πήραμε λάθος μονοπάτι. Τότε εντελώς τυχαία μια γριούλα βγήκε απ’ το μπαλκόνι να μας χαιρετήσει. «Που πάτε;» αναφώνησε. «Δεν θέλετε να με ρωτήσετε το δρόμο;» Χαμογελάσαμε σίγουροι πως ξέραμε ότι οδηγούμαστε σωστά. «Στο κοιμητήρι πάμε.» της απαντώ βαδίζοντας. «Λάθος πάτε .Ο άλλος δρόμος είναι ο σωστός», αποκρίνεται εκείνη. Σταθήκαμε στη θέση μας σαστισμένοι για λίγο κι έπειτα αλλάξαμε πορεία. «Έχετε συγγενή εκεί;» συνέχισε. «Έναν φίλο», είπα. «Ποιόν;» ρώτησε εκείνη. «Τον Παναγιώτη Τέτση», απαντώ. Έκρυψε με το χέρι το στόμα κι αναφώνησε: «Ο κύριος Τέτσης! Ο κύριος Τέτσης ναι! Τον ξέραμε!» Κύριος… Μα όταν κάποιος φεύγει χάνει την κυριότητά του. Κάποιος… Όχι ο Τέτσης. Και πράγματι, δεν ακούστηκε λάθος εκείνη την ώρα. Γιατί είχε τόση αλήθεια. Ούτε ίχνος λάθους.

Ο Τέτσης προσπάθησε με τα πινέλα του να δώσει χρώμα σ΄ έναν ασπρόμαυρο, σε πολλές εκφάνσεις,  κόσμο. Έδινε στη συντροφιά ψυχή κι ενδιαφέρον. Το μόνο που δυσκόλευε καμιά φορά τα πράγματα ήταν ότι δεν άκουγε καλά, με αποτέλεσμα να μιλά δυνατά,  οδηγώντας σε να μιλάς κι εσύ δυνατά. Φτιάχναμε οι δυο μας πηγαδάκια στις γνωστές συναθροίσεις και μας άκουγαν οι πάντες αντιδρώντας με ζεστά χαμόγελα. Αλλά είχε κι αυτό τη χάρη του, είχε γλυκύτητα. Έναν τρόπο.

Ενενήντα χρόνων και η ενέργειά του έβαζε κάτω εικοσάχρονους νεανίες. Οι μικρές του συνήθειες είχαν ως εξής: Κάθε πρωί η Γιούλη του έφερνε καφέ μαζί μ’ εφημερίδα «Η Καθημερινή» που αγαπούσε. Δεν την ξεφύλλιζε όμως το πρωί, τη φυλούσε για το απόγευμα ή αργά το βράδυ. Τα πρωινά ήταν πάντα βιαστικός, φοβόταν μην του φύγει η μέρα. Έβγαινε να χαιρετήσει τις γλάστρες με τα άνθη που φιλοξενούσε στο μπαλκόνι και ιδιαίτερα τις φραουλίτσες του. Κυρίως αυτές. «Ο μαγνήτης του» όπως έλεγε η Γιούλη, γιατί δεν γεννούσαν εύκολα καρπό κι όταν τις έβλεπε να ανθίζουν, άνθιζε από υπερηφάνεια. Έπειτα στο εργαστήρι για δουλειά, ψώνια για το σπίτι εάν χρειαζόταν, μαγείρεμα, ύπνος μεσημεριανός κι έπειτα για φαγητό με φίλους κυρίως στο Καφενείο ή τη Λέσχη, ή αλλιώς σινεμαδάκι.

Ο Τέτσης τα κατάφερε περίφημα με τις επιλογές του. Δεν ξέχναγε όμως ποτέ όσους περνούσαν δύσκολα και μοίραζε απλόχερα αυτό που αισθανόταν, χωρίς να περιμένει «ευχαριστώ». Άλλαζε πάντα την κουβέντα όταν σχετιζόταν  μ΄ ευχαριστίες ευγνωμοσύνης. Μου το εμπιστεύθηκαν άνθρωποι που ευεργετήθηκαν από εκείνον. Διότι, ο ίδιος για τέτοιου είδους θέματα ποτέ του δεν μιλούσε. Έδινε σε έναν και δεν ήθελε ποτέ και για κανένα λόγο να το μαθαίνει δεύτερος. Δεν ήταν κούφια λόγια η παρουσία και η ουσία του. Λόγια δεν είχε ποτέ. Τα σνόμπαρε θαρρείς. Ήτανε πράξεις.

Κι εδώ ήρθε η ώρα να γράψω για τη Νίνα. Ένα κομμάτι, ευαίσθητο, τρυφερό, σπουδαίο. Είναι κάτι που με άγγιξε βαθιά, που ταρακούνησε σχεδόν την ύπαρξή μου και με έκανε να επαναπροσδιορίσω τις λέξεις αγάπη, πίστη, σεβασμός, αξιοπρέπεια, άνδρας, άνθρωπος. Νίνα λοιπόν. Δυο συλλαβές. Δυο «νι». Λεκτικός κραδασμός. Το όνομά της έμαθα στην Ύδρα λίγες μέρες πριν. Μαζί με την ιστορία τους. Σε όλες τις εξόδους μας ο Τέτσης ερχόταν πάντα μόνος. Γνώριζα ότι ήταν παντρεμένος κι ότι η γυναίκα του αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, αλλά δεν ρώτησα ποτέ ούτε εκείνον, ούτε άλλον.

Είκοσι ολόκληρα χρόνια, εξαιτίας της ασθένειάς της η Νίνα αδυνατούσε να ανταποκριθεί σε πολλά… Αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να πρωταγωνιστεί στη ζωή του Τέτση αλλά και στη δική της ζωή…  Ωστόσο εκείνος δεν της αφαίρεσε ποτέ τον πρωτεύοντα ρόλο… τουναντίον… Η προσοχή του ήταν εκεί, η φροντίδα…ως το τέλος.  Δεν ξέρω αν ήταν τόσο το μεγάλο, ανυπέρβλητο συναίσθημα ή η ανάγκη, η αίσθηση ότι πράττει το σωστό για τη γυναίκα που πόθησε, στήριξε, φρόντισε τον Παναγιώτη, που από την Ύδρα ξεκίνησε για την Αθήνα μοναχός, με τίποτα στις τσέπες και προορισμό να ζωγραφίζει. Αυτό που ξέρω ήταν πως κάθε πρωί, ο Παναγιώτης ξυπνούσε και τραγουδούσε στην Νίνα. Τα μεσημέρια στόλιζε με λουλούδια για εκείνη το σπίτι γεμίζοντας τα δωμάτια μυρωδιές και χρώματα και τα βράδια ξαπόσταινε τα όνειρά του στη συντροφιά της. Έτσι πέρασε μια ζωή πλάι στα χρώματα και τη Νίνα.

Στο σπίτι, ανάμεσα στα έργα τέχνης, ξεχώρισα με τη βοήθεια της Αλεξάνδρας πίνακες που αποτύπωναν τη Νίνα στη νεότητά της. Το πρόσωπο, τη σιλουέτα της. Κι ανάμεσά τους κρεμασμένο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. «Στη Νίνα μου, για τα γενέθλιά της», έγραφε. Χρονολογία: «1990». Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ζωγραφισμένο για την Νίνα. Πόση ομορφιά, πόση αγάπη, πόσος πυρετός στο κόκκινο επάνω. Κι αν δεν ήταν αγάπη αυτό τι ήταν; Δεν ξεδιπλώνει αλλιώς το νήμα, δεν προχωράει αλλιώς η ιστορία της αγάπης.

Ρώτησα την Κική αν υπάρχουν άνδρες σαν εκείνον σήμερα. Σίγουρα εκείνη ξέρει περισσότερα… Μου είπε: «Όχι πια. Υπήρχαν στο παρελθόν.» Δεν θέλω να το πιστέψω. Ο Παναγιώτης Τέτσης πάντως όριζε σίγουρα τη λέξη «άνδρας» απ’ το άλφα ως το σίγμα. Σίγουρα είχε ελαττώματα. Ένα που ξέρω είναι ότι ήταν πεισματάρης. Ελαττώματα… Σχετικό κι αυτό…

  Έφυγε ο Παναγιώτης Τέτσης. Θα πει κανείς πλήρης, στα ενενήντα ένα του χρόνια. Ζώντας μια ζωή γεμάτη. Για όσους τον γνωρίζαμε ήταν ξαφνικό. Κανείς δεν το περίμενε, γιατί έσφυζε από υγεία. Στα ενενήντα ένα του χρόνια χτυπήθηκε από καρκίνο. «Καλπάζουσας μορφής», είπαν οι γιατροί. Πράγμα πρωτοφανές για ηλικιωμένο. Μα, μέσα του κάλπαζε κι ο ίδιος. Ποιος είπε πως ο Τέτσης ήταν ηλικιωμένος; Ο Τέτσης ήταν ένα μικρό παιδί. Του άρεσε η καλή παρέα, η συντροφιά, γελούσε πονηρά με τα αστεία, χτύπαγε τις κατσαρόλες για να υποδεχθεί συγγενείς και φίλους. Μπορεί να σου ζωγράφιζε κοκκινάδια και μουστάκια στο πρόσωπο εάν είχε κέφια.

Ο Τέτσης θάφτηκε βαθιά στη γη όπως κι ο Παναγιώτης. Αφού πρώτα γέμισε τον κόσμο χρώμα, πείσμα κι ανθρωπιά. Παιδί που δεν τα βρήκε έτοιμα. Που χρειάστηκε να τα δημιουργήσει όλα απ’ την αρχή. Να πλάσει τη μοίρα του στα δυο του χέρια. Και να της δώσει το σχήμα που ποθούσε. Δεν ξιπάστηκε ούτε στιγμή, όταν κατάφερε να φτάσει στο ζενίθ.       

Ο τάφος του απλός λιτός, όπως κι εκείνος. Αγορασμένος απ’ τον ίδιο να αγναντεύει από ψηλά αγκαλιάζοντας όλη την Ύδρα. Ένα μικρό σπιτάκι με την υπογραφή του, που είχε επιμεληθεί μόνος του. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη άλλωστε, ούτε πριν, ούτε μετά…

Έξω απ΄ το κοιμητήρι, μια βάρκα με κουπιά είχε σαπίσει σκαρφαλώνοντας ως εκεί να ξεκουραστεί απ΄ τα μυριάδες ταξίδια και την αλμύρα της θάλασσας. Εσένα σκέφτηκα ακαριαία. Κάποτε μου πες πως το όνειρό σου ήταν μια βάρκα με κουπιά που ποτέ δεν είχες. Δεν χρειάστηκες όμως, κουπιά για να μας ταξιδέψεις.

Υ.Γ. Χθές  βράδυ, σπίτι σου ήμασταν όλοι εκει μαζεμένοι. Η Χριστίνα, η Γιούλη, ο Αλέξης, η Αλεξάνδρα, η Δανάη. Τα κορίτσια μου έδειξαν περήφανα το μποστάνι του μπαλκονιού σου. Ένας κήπος ολάνθιστος, φουντωμένος, σωστός. Άνοιξη γαρ. Η ζωη επιμένει να αναγεννάται φανατικά κι ανεπιτήδευτα.  Ο ταπεινός βασιλικός σου θέριεψε στο άκουσμα της φουσκοδεντριάς κι ύψωσε μπόι ίσα μ’ εκεί πάνω. Η Λουίζα μοσχοβόλησε και πάλι τη γειτονιά κι άφησε στην παλάμη του χεριού μου όλο το βράδυ κάτι απ την ανάσα της. Όσο για τις φράουλες που αγάπαγες, καμαρώνουν επιδεικτικά την εποχή τους. Στέκονται ακίνητες, έτοιμες, ντυμένες με το κόκκινο που ζητούσες, περιμένοντας από κάπου να βγεις, να αρπάξεις τα πινέλα και να τις ζωγραφίσεις. Γνώρισα πιο καλά και τον Αλέξη… Τόσες φορές μου τον ανέφερες θυμάσαι;  Στρώσαμε το τραπέζι όπως θα το ‘θελες. Τη σκηνοθεσία αυτή τη φορά έκανε η Χριστίνα. Όλα όπως μας τα μαθες, τα αντιγράψαμε πιστά. Μα έλειπε ο αρχηγός μας…