Oι ανασκαφές του μετρό στη Θεσσαλονίκη έφεραν στο φως χιλιάδες αριστουργήματα

920

Tο μετρό στη Θεσσαλονίκη αναμένεται να επηρεάσει ριζικά την κοινωνική ζωή της πόλης. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του αναδείχτηκε ο σημαντικός πολιτιστικός πλούτος της πόλης του Θερμαϊκού.

Την αδιάλειπτη ιστορία της πόλης τεκμηριώνουν περισσότερα από 300.000 ευρήματα (50.000 εξ αυτών νομίσματα) κινητά και μνημειακά σύνολα (ταφικά και αρχιτεκτονικά) που έφεραν μέχρι τώρα στο φως οι πολυετείς ανασκαφές στα εργοτάξια του ΜΕΤΡΟ κατά μήκος της διαχρονικής Εγνατίας οδού.

Ο αρχαιολογικός θησαυρός , μέρος του οποίου θα εκτεθεί μετά τον Απρίλιο σε δυο σταθμούς του Μετρό,  σκιαγραφεί μια πλήρη σχεδόν εικόνα της υπόγειας πόλης.

Πριν ο Κάσσανδρος ιδρύσει τη Θεσσαλονίκη (315 π.Χ.) μια ακμάζουσα πόλη με ισχυρή οικονομία, αναπτυγμένες κοινωνικοπολιτικές δομές και οργανωμένο ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα στα πρότυπα μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας ανθούσε στην περιοχή της σημερινής Πυλαίας. Τμήμα του οικισμού σε έκταση 31 στρεμμάτων που αποκαλύφθηκε στο «Αμαξοστάσιο» της βασικής γραμμής του Μετρό έδωσε πολυάριθμα ευρήματα για την ανάπτυξη του το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα.

Από την πόλη του Κάσσανδρου και τη μετέπειτα εξέλιξη της, πλούσια είναι η σοδειά που διέσωζε η πυκνή διαστρωμάτωση όλων των αιώνων. Χιλιάδες ταφικά μνημεία (3.000) της Ανατολικής Νεκρόπολης στο Σταθμό Σιντριβάνι κτερισμένα με αγγεία πήλινα και γυάλινα, πήλινα ειδώλια, χρυσά και αργυρά κοσμήματα και νομίσματα, καθώς και μια τρίκλιτη κοιμητηριακή Βασιλική στη θέση παλαιότερου με ψηφιδωτά δάπεδα, εμπλουτίζουν τη γνώση  της περιοχής από την Ελληνιστική περίοδο έως και την Ύστερη αρχαιότητα.

Μια πλήρη εικόνα για την οργάνωση του αστικού χώρου από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης έως το τέλος της όψιμης αρχαιότητας, δίνουν οι Σταθμοί Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου στην καρδιά της σύγχρονης μεγαλούπολης. Τα μνημειακά αρχιτεκτονικά σύνολα που θα αναδειχθούν στους σταθμούς του Μετρό,  συμπληρώνουν τον τοπογραφικό χάρτη του ιστορικού κέντρου γύρω από την  διαχρονικά κύρια οδική  αρτηρία, την decumanus maximus,  μετέπειτα Μέση οδό και σημερινή Εγνατία οδό.

Η πόλη που σχεδιάστηκε στα πεδινά της τμήματα με ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα διατηρήθηκε και στους ρωμαϊκούς χρόνους Δρόμοι, κάθετοι μεταξύ τους διαμορφώνουν οικοδομικές νησίδες με κτίσματα οικιστικής και εργαστηριακής χρήσης. Εκεί χτυπούσε η καρδιά του εμπορίου.

Στον 4ο αιώνα μ.Χ οι μαρμαρόστρωτοι δρόμοι πλαισιώνονται από κιονοστήρικτες στοές. Εκατέρωθεν αυτών ανεγείρονται μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα με πολυτελή ψηφιδωτά δάπεδα, εντοίχιο γραπτό διάκοσμο , ορθομαρμαρώσεις και opus sectile. Την ίδια εποχή , βορείως του decumanus στη συμβολή με τον cardo της οδού Αγίας Σοφίας κατασκευάζεται κρηναίο οικοδόμημα/νυμφαίο.

Κατά τον 6ο αιώνα ο μαρμαρόστρωτος decumanus διαπλατύνεται, τα παλαιοτερα οικοδομήματα ισοπεδώνονται και στα κεντρικά σταυροδρόμια  διαμορφώνονται πλακόστρωτες πλατείες. Οι επιβλητικές αρχιτεκτονικές διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου-πλατείες, στοές και κρήνες/νυμφαία -στην πορεία των κεντρικών οδών αποτελούν την τελευταία μνημειακή εικόνα της ύστερης αρχαιότητας.

Στο Βυζάντιο, η δεύτερη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη σφύζει από ζωή. Η ανασκαφική αποκάλυψε τμήματα της βυζαντινής αγοράς κατά μήκος της κεντρικής οδού, της λεγόμενης Λεωφόρου ή Μέσης των Βυζαντινών. Η κεντρική χαλικόστρωτη οδός των βυζαντινών χρόνων στο ίχνος του παλαιότερου decumanus maximus είχε μέσο πλάτος 5,5 έως 6,5 μ.

έοι δρόμοι με ευθύγραμμη, ελικοειδή και διαγώνια πορεία χαράχτηκαν ή άλλαξαν πορεία. Οικοδομικές νησίδες από λασπόκτιστα κτήρια κατέλαβαν τον δημόσιο χώρο, τα πεζοδρόμια και τις στοές της ύστερης αρχαιότητας. Πλινθόκτιστες κατασκευές, κλίβανοι, πάγκοι εργασίας μαζί με εργαλεία, μήτρες κατασκευής κοσμημάτων, ημιτελή κεραμικά, μαρτυρούν την λειτουργία εργαστηρίων και καταστημάτων της αγοράς όπου κατασκεύαζαν κοσμήματα , είδη μεταλλοτεχνίας, υαλουργίας, κεραμικά κ.α σε  όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου.

Οι πολεοδομικές αλλαγές κατά την οθωμανική περίοδο δεν φαίνεται να είναι ριζικές. Τα στοιχεία που έδωσαν οι δύο σταθμοί για την πολεοδομική οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας (β’ μισό του 19ου αιώνα )  δείχνουν τον σχεδιασμό μιας πόλης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα που εξαφάνισε η  πυρκαγιά του 1917.

Στη δυτική Θεσσαλονίκη την χωρο-οργάνωση της περιοχής υπαγόρευσαν δυο παράμετροι: η διέλευση της κύριας οδικής αρτηρίας, της γνωστής ρωμαϊκής Εγνατίας οδού που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Πέλλα και οι διαρρέοντες χείμαρροι. Χαλικόστρωτα καταστρώματα της οδού που έφτανε έξω από τη Χρυσή Πύλη διασχίζοντας τον κάμπο και το νεκροταφείο, εντοπίστηκαν κάτω από τη σημερινή οδό Μοναστηρίου, κατά τις ανασκαφές στον σταθμό Δημοκρατίας και διακλάδωση Σταυρούπολης, Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός.

Η δυτική νεκρόπολη οργανωμένη σε συστάδες με ποικιλία τάφων και βωμοειδών κατασκευών –συνήθως εντός ταφικών περιβόλων για νεκρώσιμες τελετές και προσφορές -έφερε στο φως πολυτελή ταφικά κτίσματα του 2ου μ.Χ, 3ου  και 4 μ.Χ.αιώνα. Η χρήση του διαρκεί ως και τα μέσα του 4ου οπότε οργανώνονται τα χριστιανικά κοιμητήρια γύρω από λατρευτικά κτίσματα, ναούς και μαρτύρια.

Έξω από τα δυτικά τείχη εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε από την ύπαιθρο χώρα στη Χρυσή Πύλη, λειτουργούσαν κρατικές αποθήκες κρασιού και λαδιού (πιθεώνας) και εργαστήρια της ύστερης αρχαιότητας. Πάνω στα ερείπια πιθεώνα ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα ναός, αποθήκες και εργαστήρια που καταστρέφονται τέλη του 6ου –αρχές του 7ου αιώνα.  Ανάμεσα στα καθαγιασμένα ερείπια διανοίγονται σποραδικές ταφές.

Στους μετέπειτα αιώνες η περιοχή παραμένει αδόμητη, όχι τυχαία , άλλωστε ονομαζόταν από τους Οθωμανούς Λιβάδι η Λιβάδια. Θα ανακτήσει τον εμπορικό της χαρακτήρα μόλις στον όψιμο 19ο αιώνα όταν στον άξονα της Λεωφόρου Μοναστηρίου χτίζονται χάνια, καταστήματα και αποθήκες.