Η τελευταία κινηματογραφική εβδομάδα για το 2018 ανεβάζει κατακόρυφα το ενδιαφέρον για τους κινηματογραφόφιλους καθώς διαθέτει ένα αριστοτεχνικά δοσμένο ισπανικό δραματικό θρίλερ με τον Χαβιέρ Μπαρδέμ και την Πενέλοπε Κρουζ, σε σκηνοθεσία του άξιου Ιρανού Ασγκάρ Φαραντί, την πολυσυζητημένη και πολυαναμενόμενη ιστορική ταινία για τη θητεία του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους, που κοιτάει και τα Όσκαρ, ένα πρωτότυπο ψυχολογικό θρίλερ από τη Δανία, και μία ανατρεπτική και βλάσφημη αστυνομική περιπέτεια στην οποία μπλέκονται άνθρωποι και μαριονέτες.
«Το Ξέρουν Όλοι»
(«Todos lo Saben») Δραματικό θρίλερ, ισπανικής, γαλλικής, ιταλικής παραγωγής του 2017, σε σκηνοθεσία Ασγκάρ Φαραντί, με τους Πενέλοπε Κρουζ, Χαβιέρ Μπαρδέμ, Ρικάρντο Νταρίν κα.
Τελικά αυτοί οι Ιρανοί σκηνοθέτες το ΄χουν. Η ικανότητά τους στο να περιγράφουν με σαφήνεια τις ανθρώπινες σχέσεις, να δίνουν ρεαλιστική υπόσταση στους κινηματογραφικούς τους ήρωες και να κεντούν λεπτοβελονιά τα ανείπωτα, τις σπαρακτικές σιωπές, τα βλέμματα, είναι εκπληκτική. Φυσικά ο Ασγκάρ Φαραντί («Ο Εμποράκος», «Ένας χωρισμός») είναι ένας από τους καλύτερους αυτής της ιρανικής γενιάς, που καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να μπει στο πετσί μιας ισπανικής ταινίας, να δώσει ένα δράμα στις μεγάλες και στις μικρές του στιγμές και ταυτόχρονα να υπηρετήσει ικανοποιητικά και το θρίλερ, ένα είδος απαιτητικό και που πολλές φορές μπορεί να εκθέσει τον σκηνοθέτη. Εδώ, ο Φαραντί έχει ένα σενάριο, που θα μπορούσε να το ‘χει γράψει και ο Αντρέα Καμιλέρι και που κάθεται περισσότερο στα μυστικά μιας πολυμελούς οικογένειας, που κάποτε έκανε κουμάντο στην περιοχή (μια επαρχιακή ισπανική κωμόπολη) και τώρα βρίσκεται στα κάτω της, παρά στην απαγωγή ενός κοριτσιού. Ο Φαραντί στέκεται στις γνωστές ιστορίες των οικογενειών, στα μυστικά που θάβονται και βγαίνουν στην επιφάνεια, με την πρώτη αφορμή, παραμορφωμένα, διαστρεβλωμένα, διεσταλμένα ή και το αντίθετο. Πάντως, τις περισσότερες φορές όχι όπως είναι η πραγματική ιστορία, αφού καθένας έχει τη δική του οπτική και το κυριότερο τις δικές του προκαταλήψεις. Μυστικά που όταν έρχονται ξανά στην επιφάνεια προκαλούν πόνο, αλυσιδωτές αντιδράσεις, εντός και εκτός της οικογένειας, ακόμη και σε όλο τον περίγυρο. Πράγματα που τα έχουμε συναντήσει ή τα έχουμε ακούσει στη ζωή μας. Πράγματα που τα γνωρίζουμε τα βλέπουμε και στην οθόνη, αφού ο Φαραντί σε αυτά είναι μάστορας. Ταυτόχρονα στο κομμάτι της ταινίας με την απαγωγή μπορεί να έχεις μια αίσθηση ότι το παιδί δεν κινδυνεύει πολύ, έχεις μια αδιόρατη αισιοδοξία, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει ένα σκληρό εγκληματικό στοιχείο πίσω απ’ αυτή, αλλά παρόλα αυτά λίγο πριν το τέλος νιώθεις μια ανατριχίλα, καθώς σου μπαίνουν ιδέες και για το χειρότερο.
Η Πενέλοπε Κρουζ ώριμη όσο ποτέ, δίχως υπερβολές και νάζια, ο Μπαρδέμ σταθερή αξία, λιτός και μετρημένος, ενώ ο Νταρίν, υπερβολικά θεατρικός, μάλλον είναι ο μόνος από το καστ που δεν τα καταφέρνει.
Μετά από χρόνια στην Αργεντινή, η 40χρονη Λάουρα επιστρέφει στην επαρχιακή ισπανική της πόλη για το γάμο της μικρής της αδελφής. Μαζί της, η έφηβη κόρη της Ιρένε κι ο πιτσιρικάς γιος της Ντιέγκο. Ο άντρας της, Αλεχάντρο, πρέπει να μείνει πίσω στο Μπουένος Άιρες για δουλειές.
Στο γλέντι μετά το γάμο, στο οποίο έχει μαζευτεί σχεδόν όλη η οικογένεια και παλιοί καλοί φίλοι, θα σημειωθεί συσκότηση, κατά την οποία η Λάουρα θα ανακαλύψει ότι η κόρη της έχει απαχθεί μυστηριωδώς. Θα ζητηθεί ένα μεγάλο ποσό και ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει είναι ο πρώην αγαπημένος της, καθώς εν αντιθέσει με τα όσα πίστευε η οικογένεια και το χωριό, ο άντρας της Λάουρας δεν είναι πλούσιος και είναι άνεργος τρία χρόνια. Μία σειρά από μυστικά και ψέματα αρχίζουν να ξεδιπλώνονται και να αποκαλύπτουν το παρελθόν της οικογένειας και της Λάουρας…
«Vice: Ο Δεύτερος στην Ιεραρχία»
(«Vice») Δραματική ιστορική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Άνταμ Μακ Κέι, με τους Κρίστιαν Μπέιλ, Σαμ Ρόκγουελ, Έιμι Άνταμς, Στιβ Καρέλ, Τάιλερ Πέρι κα.
Μαθήματα ιστορίας ή η πληρωμένη απάντηση προς το σύστημα διακυβέρνησης Μπους-Κλίντον κλπ από «τον τύπο με το πορτοκαλί μαλλί», όπως αναφέρεται σε κάποια στιγμή της ταινίας ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ. Σε αυτή την ταινία του, ο Μακ Κέι ουσιαστικά επαναλαμβάνει τα γεγονότα της προεδρίας Τζορτζ Μπους που λίγο πολύ γνωρίζουμε (αλλά μην το δένετε και κόμπο – ειδικά για τον μέσο Αμερικανό), εστιάζοντας πάνω στον αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι και δίνοντας ίσως χρήσιμες λεπτομέρειες για τον ρόλο προσώπων και καταστάσεων.
Με γρήγορο μοντάζ και αφήγηση που δεν ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, αλλά δεν τα πάει και άσχημα, τουναντίον, ο σκηνοθέτης επαναφέρει στη μνήμη ή κάνει γνωστά τα παραμύθια, τα σενάρια, τα ψέματα, πολύ πριν τη μόδα των ψευδών ειδήσεων (fake news), που έστησαν και διαλάλησαν στα πέρατα του κόσμου οι «παίχτες» γύρω από τον πρόεδρο, για να δικαιολογήσουν τους πολέμους στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και αλλού. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία τελειώνει με εικόνες από τους πρόσφυγες που βγαίνουν στις ακτές της Μυτιλήνης…
Επίσης, είναι μια ταινία που μπορείς να δεις και σαν κωμωδία ή παρωδία πολιτικού θρίλερ. Παρουσιάζει τόσο αστείους όλους αυτούς που αιματοκύλησαν το Αφγανιστάν και το Ιράκ όταν είναι σοβαροί και προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα του πλανήτη, που ακόμη και αδελφοί Μαρξ φαίνονται συγκρατημένοι. Απ’ την άλλη τρομάζεις όταν καταλαβαίνεις ότι αυτοί οι άνθρωποι κάνουν κουμάντο σε μία τεράστια χώρα, η οποία για ένα διάστημα ήταν «μοναδική υπερδύναμη».
Ο Μπους εμφανίζεται στο φιλμ, όπως όλοι περιμένουμε με χαμηλή νοημοσύνη για τη θέση του, αν και ίσως να μην είναι προϋπόθεση η εξυπνάδα για τα μεγάλα αξιώματα, όπως έχουμε δει και σε άλλες περιπτώσεις. Είναι, όμως, ο ιδανικός άνθρωπος για να χειραγωγήσει ο Τσέινι, ο οποίος πέρα από τις γνωστές αμερικάνικες πατριωτικές κορώνες, απλώς ακολουθεί το δρόμο του χρήματος.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία για το πως λειτουργεί ένα σύστημα εξουσίας έχοντας δίπλα του τον Τύπο, πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα, το διεθνές νομικό κατεστημένο κλπ. Σίγουρα, όμως η επιτυχία του στηρίζεται στους χρήσιμους ηλίθιους. Αυτούς που ξεχνούν γρήγορα, αυτούς που είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι να ‘ναι αρκεί να βολέψει τα μικρά χαμηλά ένστικτά τους. Είναι αυτοί που έλεγαν, όπως δείχνει και η ταινία, «ποια χώρα είναι αυτή η Αλ Κάιντα, να τη βομβαρδίσουμε, να τελειώνουμε». Είναι αυτοί που πίστεψαν ότι το Ιράκ έχει πυρηνικά, βιολογικά και άλλα σπάνια όπλα και του απειλούσαν τον καταναλωτισμό. Είναι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν τίποτα πέρα απ’ αυτά που τους λέει η τηλεόραση. Εδώ άνθρωποι ευφυείς και με γνώσεις έτρωγαν αμάσητα δικαιολογίες της πλάκας. Ή έκαναν χρόνια να καταλάβουν τι κρύβεται πίσω από τη «διευρυμένη ανάκριση». Ναι, μη γελάτε, έτσι δικαιολογούσαν τα απάνθρωπα βασανιστήρια (βγαλμένα από τα «SOS» των μεγαλύτερων πολιτικών χασάπηδων της ιστορίας) στο Γκουαντάναμο και αλλού. Ναι, η «διευρυμένη ανάκριση», μια νομική συμβουλή εκατομμυρίων, μπορούσε να παρακάμψει όλους τους διεθνείς οργανισμούς, κυβερνητικά συμβούλια κλπ.
Όπως και να το δεις, μια χρήσιμη ταινία που δεν την έκανε ένας αντιαμερικανός, ούτε κανένας αναρχικός.
Πολύ καλός και αγνώριστος ο Κρίστιαν Μπέιλ στο ρόλο του Τσέινι, ενώ πραγματικά πολύ αστείος αν και προσεκτικός, δίχως υπερβολές, ο Ρόκγουελ στο ρόλο του Μπους.
Υπόθεση: Ο καθοριστικός ρόλος του Ντικ Τσένεϊ στην εξωτερική πολιτική της Αμερικής επί προεδρίας Τζορτζ Μπους. Η ταινία σκιαγραφεί κωμικά και γλαφυρά πώς ένας γραφειοκράτης από την Ουάσιγκτον ανελίχθηκε αθόρυβα σε έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στον κόσμο, σε μια περίοδο που στιγματίστηκε από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Ο Ένοχος
(«Guilty») Ψυχολογικό θρίλερ, δανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία του Γκούσταβ Μέλερ, με τον Γιάκομπ Σέντεργκρεν.
Πραγματικά πολύ ενδιαφέρον το εγχείρημα – θα μπορούσες να το πεις και πείραμα – του Γκούσταβ Μέλερ, καθώς δίνει ένα αγωνιώδες θρίλερ, έχοντας μόνο έναν ηθοποιό και δυο ακουστικά τηλεφώνου κρεμασμένα πάνω του σαν σκουλαρίκια. Μία ταινία 80 λεπτών που διαδραματίζεται σε ένα τηλεφωνικό κέντρο επειγουσών περιστατικών της Άμεσης Δράσης, αποστειρωμένο και ουδέτερο, σαν τηλεφωνικό κέντρο ιδιωτικού θεραπευτηρίου, για ηλικιωμένους. Όλα ξεκινούν από μία καταγγελία για απαγωγή γυναίκας, που όμως δεν κάθεται και πολύ καλά και εξελίσσεται τελείως διαφορετικά. Μέσα από αυτή την τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ αστυνομικού και θύματος ή και θύτη ο Μέλερ αναδεικνύει μια κοινωνία και ένα κράτος, που παρότι διαθέτουν όλα τα μέσα και τις ανέσεις, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, καθώς έχει χαθεί η επαφή και όλα είναι μετρημένα και τακτοποιημένα με μια επιφανειακή ψυχρή λογική. Μια κοινωνία και ένα κράτος που αγνοεί τη φύση, την πραγματική ζωή και μετρά τα πάντα με μαθηματικά, στατιστικές, νόμους και κανονισμούς. Κάτι που κραυγάζει η ταινία όταν στο τέλος έρχεται η λύση και όταν ο αστυνομικός που βρίσκεται στο τηλέφωνο, αναγκάζεται να ξεγυμνώσει τη δική του ζωή, τη δική του ψυχοσύνθεση, για να τα καταφέρει. Παρά ταύτα, η ταινία δεν είναι και η αξέχαστη εμπειρία και σίγουρα δεν απευθύνεται στο κοινό που θέλει δράση, αγωνιώδεις καταστάσεις, τρομερές ανατροπές και όλα αυτά που συνθέτουν ένα αστυνομικό θρίλερ.
Ο Άσγκερ Χολμ, αστυνομικός, τηλεφωνητής στα επείγοντα περιστατικά της Άμεσης Δράσης, απαντάει το ένα μετά το άλλο τηλεφωνήματα ρουτίνας και κλήσεις σε βοήθεια σε μια βάρδια που μοιάζει τυπική. Μέχρι που η κλήση μιας γυναίκας που πιθανά έχει απαχθεί θα δώσει στη βραδιά μια αναπάντεχη τροπή αποκαλύπτοντας ένα έγκλημα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που νόμιζε αρχικά. Μαζί θα φέρει στην επιφάνεια τα δικά του προβλήματα, που του έχουν λαβώσει την ψυχή…
«The Happytime Murders»
(«The Happytime Murders») Αστυνομική κωμική περιπέτεια, αμερικανικής – κινεζικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Χένσον, με τους Μελίσα ΜακΚάρθι, Ελίζαμπεθ Μπανκς, Μάγια Ρούντολφ, Λέσλι Ντέιβιντ Μπέικερ κα.
Σε έναν κόσμο που μοιράζεται σε ανθρώπους και muppets (μαριονέτες) ο Μπράιαν Χένσον στήνει μία ανατρεπτική και βλάσφημη κωμωδία, που πατά φαινομενικά πάνω σε μια αστυνομική ιστορία μυστηρίου και έχοντας μια μαριονέτα που μοιάζει με τον ντετέκτιβ Μάρλοου και ως φάτσα μάλλον προσεγγίζει τον Πίτερ Φολκ. Είναι μια κινηματογραφική απόπειρα που έρχεται πολύ κοντά στη μεγάλη επιτυχία του 1988 «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ», που είχε γυρίσει ο Ρόμπερτ Ζεμέκις, αλλά με πρωταγωνιστή, στον ρόλο του ντετέκτιβ, τον εξαιρετικό Μπομπ Χόσκινς και αντί για μαριονέτες είχαμε να κάνουμε με ένα εξελιγμένο animation για την εποχή. Η ταινία του Χένσον δεν συγκρίνεται με αυτή του Ζεμέκις, δεν έχει ούτε την αφήγηση, ούτε το ρυθμό, ούτε τη γοητεία, αλλά ακόμη ούτε την Τζέσικα Ράμπιτ. Έχει πλάκα ορισμένες φορές, όπως σε ένα στριπ σόου που κάνει μια γυναίκα έχοντας μπροστά τις ξελιγωμένα muppets, που φέρνουν προς κούνελους και όταν καθαρίζει και καταπίνει αμάσητο ένα καρότο αυτά είναι έτοιμα να λιώσουν από τον πόθο.
Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τα muppets, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φιλ ψάχνει να βρει έναν κατά συρροή δολοφόνο που σκότωσε τον αδερφό του. Ένας δολοφόνος που τώρα έχει βάλει στο μάτι τους πρωταγωνιστές μιας διάσημης τηλεοπτικής σειράς για παιδιά.
«Η Απίστευτη Ιστορία του Γιγάντιου Αχλαδιού»
(«The Incredible Story of the Giant Pear») Παιδική ταινία κινούμενων σχεδίων, δανικής παραγωγής 2018, σε σκηνοθεσία των Φίλιπ Αϊνστάιν Λίπσκι, Γιόργκεν Λέρνταμ, Αμαλί Νέζμπι Φικ.
Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, αυτή τη φορά έχοντας στις αποσκευές της και το Βραβείο Κοινού στο 1ο Παιδικό και Εφηβικό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Η ζωή είναι πολύ όμορφη για τον ελέφαντα Σεμπαστιάν και την κολλητή του φίλη, τη γάτα Μίτσο, μέχρι που, ξαφνικά, ο δήμαρχος της ηλιόλουστης πόλης τους εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Πριν εξαφανιστεί, ο δήμαρχος προλαβαίνει να στείλει ένα μήνυμα μέσα σε ένα μπουκάλι, ενημερώνοντας ότι έχει ναυαγήσει στο Μυστηριώδες Νησί και ότι έχει κάνει μια τρομερά σπουδαία ανακάλυψη. Μέσα στο μπουκάλι υπάρχει κι ένας σπόρος που οι δύο φίλοι, ο Σεμπαστιάν και η Μίτσο, φυτεύουν και την επόμενη μέρα διαπιστώνουν ότι στη θέση του έχει φυτρώσει ένα γιγάντιο αχλάδι. Από το τεράστιο αυτό φρούτο, που αρχικά μετατρέπεται σε σπίτι, ο ιδιοφυής καθηγητής Γκλουκόζ, κατασκευάζει ένα πλοίο με το οποίο σαλπάρουν οι ήρωές μας για το νησί, προκειμένου να βρουν το δήμαρχο του νησιού τους….
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Χάρης Αναγνωστάκης