Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και φορτωμένο κινηματογραφικό επταήμερο, με οκτώ νέες ταινίες, ξεκινά απόψε, καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία για τα Όσκαρ. Οι φίλοι του καλού σινεμά έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στα εξαιρετικά φιλμ: «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;», με το οποίο οι δύο πρωταγωνιστές Μελίσα ΜακΚάρθι και Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ διεκδικούν το Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου και β’ ανδρικού ρόλου αντίστοιχα και «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει» του ήδη βραβευμένου με Όσκαρ Μπάρι Τζένκινς («Moonlight»). Επίσης, υπάρχουν τα αρκούντως ενδιαφέροντα φιλμ, όπως το δραματικό «Η Σύζυγος», με την Γκλεν Kλόουζ, να είναι το απόλυτο φαβορί για το Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου, το κοινωνικό δράμα «Σοφία» από τη μαροκινή σκηνοθέτιδα Μεριέμ Μπενμπαρέκ, και το θρίλερ καταστροφής από τη Νορβηγία «Ο Σεισμός». Επίσης, προβάλλονται το δραματικό θρίλερ «Ο Φαροφύλακας», το ρωσικό δράμα «Εξόριστος Συγγραφέας» και το απαραίτητο animation για τους μικρούς μας φίλους «Το Σκυλάκι της Βασίλισσας».
«Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;»
(«Can You Ever Forgive Me?») Δραματική κομεντί, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μάριελ Χέλερ, με τους Μελίσα ΜακΚάρθι, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, Ντόλι Γουέλς, Μπεν Φάλκον κα.
Χαμηλών τόνων δραματική ταινία, με έξυπνες πινελιές χιούμορ, που βασίζεται στην αληθινή ιστορία της συγγραφέως Λι Ίσραελ και αξιοποιεί με το καλύτερο δυνατό τρόπο το δαντελωτό σενάριο των Νικόλ Χολοφσένερ και Τζεφ Γουάιτι, το οποίο κέρδισε προσφάτως και το βραβείο καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου από την Αμερικανική Ένωση Σεναριογράφων.
Η ταινία αναφέρεται στην πραγματική ιστορία της βιογράφου Λι Ίσραελ, η οποία έχει ξεπέσει και αναγκάζεται για να ξεπληρώσει τα χρέη της, να πλαστογραφήσει επιστολές διάσημων (γράφοντας δικά της κείμενα) και να τις πουλήσει σε ειδικά καταστήματα για συλλέκτες. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που η εποχή του φτηνού και της φαιδρότητας την έχει βάλει στο περιθώριο, ενώ ταυτόχρονα ζει στη μοναξιά της, μαζί με την αγαπημένη της γάτα. Δεν είναι «χαρισματική», αλλά δεν είναι και των «δημοσίων σχέσεων», δεν κάνει παραχωρήσεις, ακολουθεί το δρόμο που έχει επιλέξει. Προτιμά την απάτη, παρά να παραδοθεί στην ευτέλεια. Από το να χαριεντίζεται με τηλεοπτικούς σταρ και να χασκογελάει σε κοκτέιλ πάρτι ή να γλύφει τους ισχυρούς του εκδοτικού κατεστημένου, προτιμά το φτωχικό της διαμέρισμα και τη συντροφιά της γάτας της. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται αναφορά σε ασήμαντο συγγραφέα που κάνει συμβόλαιο εκατομμυρίων για ένα βιβλίο του, ως ανταμοιβή των παραπάνω γελοιοτήτων.
Κάτι που φυσικά σήμερα δεν μας παραξενεύει. Η απόδειξη βρίσκεται στο άνοιγμα της τηλεόρασης και των εκπομπών «λάιφ στάιλ», «τοκ σόου» κλπ. Επιπλέον η ταινία κάνει και ένα σχόλιο για την αξιολόγηση και εμπορευματοποίηση των γραμμάτων και της τέχνης. Μια αξιολόγηση, η οποία δεν γίνεται με κριτήρια λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά, αλλά με το ποιος τα γράφει, πόσο γνωστός είναι και ποια εταιρία βρίσκεται από πίσω του…
Η ταινία της Μάριελ Χέλερ, έχοντας ως φόντο τις βιβλιοθήκες, τα βιβλιοπωλεία και τον κόσμο των συλλεκτών, διακριτικά αποτυπώνει και την εποχή της δεκαετίας του 80, όπου κυριαρχεί το επιφανειακό, ο Ριγκανισμός, η σκληρότητα του ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού, το σήμερα είσαι – αύριο δεν είσαι, το «όλα είναι χρήματα».
Η Μελίσα ΜακΚάρθι κατακτά τον θεατή με την ερμηνεία της και δικαίως μπαίνει στον κατάλογο των υποψηφίων για Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου, ενώ ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ στο ρόλο του περιθωριακού έκπτωτου αγγέλου, πραγματικά εξαιρετικός, είναι κι αυτός υποψήφιος για το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου.
Η αληθινή ιστορία της κορυφαίας σε πωλήσεις βιογράφου διασημοτήτων και γατόφιλης Λι Ίσραελ που έβγαζε τα προς το ζην κατά τη δεκαετία του ’70 και του ’80 καταγράφοντας τις ζωές διάσημων όπως Κάθριν Χέπμπορν, Ταλούλα Μπάνκχεντ, Εστέ Λόντερ και της δημοσιογράφου Ντόροθι Κιλγκάλεν. Όταν η Λι δεν μπορούσε να εκδώσει πια τα έργα της καθώς θεωρούνταν ξεπερασμένα, μετέτρεψε την τέχνη της σε απάτη, με τη βοήθεια του πιστού της περιθωριακού φίλου Τζακ.
«Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει»
(«If Beale Street Could Talk») Δραματική περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μπάρι Τζένκινς, με τους Κίκι Λέιν, Στεφάν Τζέιμς, Κόλμαν Ντομίνγκο, Τεγιονά Πάρις, Ρετζίνα Κινγκ, Μπράιαν Χένρι κα.
Όμορφο ρομαντικό δράμα, τοποθετημένο στο Χάρλεμ του ‘70, όπου ένα ζευγάρι μαύρων ζει το μεγάλο του έρωτα, παρά τη βάναυση και ρατσιστική επέμβαση ενός άδικου, σκληρού κόσμου. Στην τρίτη του ταινία, ο Μπάρι Τζένκινς, που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας προ διετίας με το «Moonlight», δείχνει ότι δεν είναι ένας ακόμη σκηνοθέτης με μετεωρική πορεία, αλλά ένας ικανότατος δημιουργός που έχει ακόμη πολλά να δώσει στον κινηματογράφο.
Είναι φανερό ότι κι εδώ ο Τζένκινς κάνει το δικό του σινεμά, χωρίς, ωστόσο, να πέσει στην παγίδα της μανιέρας. Βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του ριζοσπάστη Τζέιμς Μπόλντουιν, ο οποίος έζησε το πρόβλημα του ρατσισμού στο πετσί του, ο Τζένκινς αποφεύγει με μαεστρία να πέσει στην παγίδα του διδακτισμού, εστιάζοντας στη δύναμη της βαθιάς αγάπης, που επιβιώνει κόντρα στη σκληρότητα, τις προκαταλήψεις και την ισοπέδωση του ωραίου, κάτι σύνηθες για την Αμερική. Με μία ξεχωριστή απλότητα και με λιτή κινηματογραφική αφήγηση, ο σκηνοθέτης συγκρατεί το θυμό του και αναδεικνύει την ωραιότητα, την αγιοσύνη της αγάπης, την οποία βάζει στο θρόνο που της αρμόζει. Ο Τζένκινς ουσιαστικά επιστρέφει σε παλιές αθάνατες αξίες, σε πανανθρώπινες αλήθειες, που σήμερα ενοχλούν ή θεωρούνται παρωχημένες και δεν κολλάνε με τη θεσμοθετημένη αγριότητα της ζωής.
Ο Τζένκινς, ως χαρισματικός διευθυντής ορχήστρας, κατευθύνει με ακρίβεια όλους τους συντελεστές της ταινίας (φωτογραφία, μοντάζ, μουσική) και ιδίως τους ηθοποιούς του, δίνοντας την ευκαιρία στην Κίκι Λέιν να κάνει μία σημαντική ερμηνεία, απ’ αυτές που μένουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη, ενώ καλός είναι και ο Στέφαν Τζέιμς.
Χάρλεμ, αρχές δεκαετίας του ’70. Η Τις Ρίβερς και ο Φόνι είναι πολύ ερωτευμένοι. Η ζωή τους ανατρέπεται όταν ο Φόνι φυλακίζεται για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Η Τις ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος και αγωνίζεται με τη βοήθεια του δικηγόρου και της οικογένειας της για να αποδείξει την αθωότητα του.
«Η Σύζυγος»
(«The Wife») Δραματική ταινία, αμερικανικής (βρετανικής, σουηδικής) παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μπιορν Ρούνγκε, με την Γκλεν Κλόουζ και τους Τζόναθαν Πράις, Κρίστιαν Σλέιτερ, Μαξ Άιρονς κα.
Δραματική ταινία που βλέπεται με ενδιαφέρον και στηρίζεται στην αρχή ότι «πίσω από έναν πετυχημένο άνδρα κρύβεται μια δυναμική γυναίκα» ή σωστότερα η Γκλεν Kλόουζ, η οποία θεωρείται το απόλυτο φαβορί για το Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου, το πρώτο στην πολύχρονη και πολυσήμαντη διαδρομή της.
Η ταινία, που θα μπορούσε να πει κανείς, ότι μοιάζει πολύ στην ιστορία της γνωστής συγγραφέως Κολέτ (τι σύμπτωση, την ομότιτλη ταινία, για την ιστορία της συγγραφέως την είδαμε πέρσι), δηλαδή πίσω από τα βιβλία ενός διάσημου συγγραφέα κρύβεται η σύζυγός του. Ένας συγγραφέας που απολαμβάνει την αναγνώριση, έχει ξεχάσει που οφείλει τη φήμη του και όλα αποκαλύπτονται όταν έρχεται η καταξίωση του βραβείου Νόμπελ.
Ένα φιλμ που έχει αδυναμίες, δίνει την αίσθηση μίας φροντισμένης τηλεοπτικής παραγωγής, ενώ νομίζεις ότι αφήνει ξεκρέμαστους τους χαρακτήρες. Παρόλα αυτά, η Γκλεν Kλόουζ, καταφέρνει να πάρει πάνω της ένα ρόλο που της ταιριάζει γάντι και δείχνοντας μία απίστευτη αυτοσυγκράτηση, παραδίδει μία μετρημένη ερμηνεία, αλλά εντυπωσιακά ολοκληρωμένη.
Η Τζόαν είναι η τέλεια σύζυγος – επί σαράντα χρόνια έχει θυσιάσει τα όνειρα της για να στηρίξει τον σύζυγο της και τη λογοτεχνική του καριέρα. Ο γάμος τους έχει χτιστεί με άνισους όρους κι εκείνη έφτασε τα όρια της. O Τζο ετοιμάζεται να παραλάβει Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, όταν η Τζόαν αποφασίζει να αποκαλύψει το μεγαλύτερο μυστικό της καριέρας του, δηλαδή ότι της ανήκει κάθε λέξη από τα έργα του.
«Σοφία»
(«Sofia») Κοινωνικό δράμα, γαλλικής και καταριανής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μεριέμ Μπενμπαρέκ, με τους Μαχά Αλεμί, Λούμπνα Αζαμπάλ, Σάρα Πέρλες κα.
Αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς, η μαροκινή σεναριογράφος και σκηνοθέτις Μεριέμ Μπενμπαρέκ φιλοτεχνεί ένα πορτραίτο μιας νεαρής γυναίκας που πρέπει να υπερασπιστεί τη θέση της σε ένα βαθιά ανδροκρατούμενο και αυστηρά ταξικό περιβάλλον και ταυτόχρονα σκιαγραφεί μια κοινωνία όπου η ισότητα είναι μια εντελώς ξένη έννοια. Μια ισότητα, που δεν είναι άγνωστη έννοια μόνο για τη γυναίκα, αλλά και για τη θέση κάθε ανθρώπου, καθώς αυτή καθορίζεται από την ταξική του θέση.
Μπορεί η ταινία να ξεκινά σαν ένα οικογενειακό δράμα, αλλά γρήγορα εξελίσσεται σε μία ακτινογραφία της μαροκινής κοινωνίας, όπου το χρήμα και η υποκρισία αποτελούν τις βασικές της κινητήριες δυνάμεις, δηλαδή, κάτι που αφορά όλο σχεδόν τον κόσμο, αν και δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε ή κρυβόμαστε πίσω από θεσμικούς φερετζέδες και νόμους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η σκηνοθέτις τοποθετεί δίπλα στην ηρωίδα της, την Λίνα, που βλέπει τον αραβικό κόσμο από την πλευρά ενός δυτικού, γοητεύεται από την αυταρέσκειά της και μπορεί να είναι καλών προθέσεων, αλλά είναι αφελής και το κυριότερο βλέπει τη Σοφία σαν θύμα, μία βολική θέση για τους δυτικούς, εν αντιθέσει με την ίδια την πρωταγωνίστρια, που θέλει να παλέψει, για να καλυτερέψει τη θέση της, χωρίς να κάψει τη χώρα της.
Η εικοσάχρονη Σοφία ζει με τους γονείς της στην Καζαμπλάνκα, την οικονομική πρωτεύουσα του Μαρόκου, με τις μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Πάσχοντας από επίμονη άρνηση εγκυμοσύνης, φτάνει σε σημείο να παραβεί τον νόμο, γεννώντας ένα παιδί εκτός γάμου. Στις 24 ώρες που της δίνει το νοσοκομείο για να προσκομίσει τα χαρτιά της αναγνώρισης, η Σοφία και η Λίνα (η ξαδέλφη της, που ζει στην προστατευμένη και πιο «δυτική» πραγματικότητα της τοπικής μπουρζουαζίας), πασχίζουν ν’ αντισταθούν, αν όχι να φέρουν στα μέτρα τους τις ανάλγητες δομές της πατριαρχικής κοινωνίας.
«Ο Φαροφύλακας»
(«The Vanishing») Δραματικό θρίλερ, παραγωγής Ηνωμένου Βασιλείου του 2018, σε σκηνοθεσία Κρίστοφερ Νάιχολμ, με τους Τζέραρντ Μπάτλερ, Πίτερ Μούλαν, Κόνορ Σουίντελς κα.
Σε έναν αφιλόξενο βράχο, στα άγρια νερά της Σκωτίας, τρεις γενιές ανδρών αναμετρώνται με τους προσωπικούς τους εφιάλτες, έρχονται αντιμέτωπες με τον απροσδόκητο και άνομο πλουτισμό και κάνουν ότι μπορούν για να οδηγηθούν στην αυτοκαταστροφή.
Παλιάς κοπής και νοοτροπίας θρίλερ, που περιγράφει μεν σωστά την εποχή των αρχών του 20ου αιώνα, με τους ήρωες να παραμένουν απλοί άνθρωποι, μακριά από την πολυπλοκότητα των σύγχρονων καιρών, αλλά δύσκολα μπορείς να κατανοήσεις τον ψυχισμό τους, που θα τους μετατρέψει σε ζώα έτοιμα να αλληλοσπαραχθούν, όχι μόνο για το χρυσό που θα φτάσει απροσδόκητα στα χέρια τους, από μια συμμορία που θα βρεθεί στο βράχο τους, αλλά και για μια κουβέντα, ένα στραβό βλέμμα, μία μικρή παρεξήγηση. Κάτι που αφήνει μετέωρο το στόρι της ταινίας, αλλά και τη δραματική υπόσταση των τριών ηρώων και πιθανώς κάνει το θεατή να απορεί γιατί τελικά σφάχτηκαν μεταξύ τους.
Ο Ρίτσαρντ Μπάτλερ μοιάζει αμήχανος, ο Πίτερ Μούλαν προσπαθεί και καταφέρνει να αποφύγει τις παγίδες του σεναρίου, ενώ ο νεαρός της παρέας, Κόνορ Σουίντελς απλώς προσθέτει το πρωταγωνιστικό τρίο.
Τρεις φαροφύλακες πηγαίνουν για έξι εβδομάδες σε ένα ακατοίκητο νησί, 20 μίλια μακριά από τις δύσβατες ακτές της Σκωτίας. Καθώς ο Τόμας, o Τζέιμς και ο Ντόναλντ τακτοποιούνται στη συνηθισμένη, μοναχική τους ρουτίνα, κάτι απρόσμενο και πιθανώς καταλυτικό συμβαίνει, όταν πέφτουν πάνω σε κάτι που δεν είναι δικό τους για να το κρατήσουν. Από πού ήρθε; Σε ποιον ανήκει; Ένα πλοίο εμφανίζεται από μακριά και μπορεί να έχει τις απαντήσεις.. Μία σκληρή μάχη για επιβίωση ξεκινά, ενώ η απληστία αντικαθιστά την πίστη και η απομόνωση τροφοδοτεί την παράνοια. Τρεις τίμιοι άντρες οδηγούνται στην καταστροφή.
«Ο Σεισμός»
(«The Quake») Περιπέτεια καταστροφής, νορβηγικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Τζον Αντρέας Άντερσεν, με τους Κρίστοφερ Τζόνερ, Ανε Νταλ Τορπ, Κάθριν Θόρμποργκ Γιόχανσεν, Χανγκ Τραν κα.
Συμπαθητικό θρίλερ καταστροφής, που δεν βασίζεται τόσο στις εντυπωσιακές εικόνες και τον ελκυστικό τρόμο που προκαλεί ο Εγκέλαδος, αλλά κυρίως στους πολυεπίπεδους χαρακτήρες και στην απόδοση ευθύνης για τα όσα απειλούν τον πλανήτη μας. Δηλαδή, απ’ τη μία οι ήρωες της ταινίας, ο επιστήμονας που θεωρεί χρέος του να σώσει τους συνανθρώπους του, ακόμη και αν βάζει στην άκρη, τουλάχιστον αρχικώς, την οικογένειά του, η μητέρα που πασχίζει για τα παιδιά της, οι τεχνοκράτες που εμπιστεύονται μόνο τα επιστημονικά τους εργαλεία και απ’ την άλλη, την ανθρώπινη υπεροψία, την τεχνολογική φούσκα, που νομίζει ότι θα υποτάξει τη φύση. Με άλλα λόγια αυτά που βλέπουμε ήδη να συμβαίνουν σε όλο τον πλανήτη, είτε πρόκειται για σεισμούς που γκρεμίζουν την ανθρώπινη αυταρέσκεια (το Όσλο παράδειγμα έχει κτιστεί σε μεγάλο μέρος του πάνω στο νερό), είτε για τα φυσικά καταστροφικά φαινόμενα, τα οποία αποτελούν προειδοποίηση για την ανθρωπότητα, η οποία τα αντιμετωπίζει με τουίτ ή εξυπνάδες στο facebook. Σίγουρα, μια ταινία που δεν είναι κάτι ξεχωριστό, αλλά που προσπαθεί να πει πολλά περισσότερα πράγματα από πολλές χολιγουντιανές ταινίες του είδους.
Το 1904, ένας σεισμός μεγέθους 5,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ συγκλόνισε το Όσλο. Το επίκεντρο του σεισμού ήταν στο «Ρήγμα του Όσλο» το οποίο εκτείνεται κάτω από την πρωτεύουσα της Νορβηγίας. Σεισμοί μικρότερου μεγέθους εξακολουθούν να συμβαίνουν στην περιοχή ακόμα και σήμερα. Οι γεωλόγοι δεν είναι απολύτως σίγουροι, αλλά υπάρχουν ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι ένας εξαιρετικά ισχυρός σεισμός είναι πολύ πιθανό να συμβεί στο κοντινό μέλλον στο Όσλο. Το πότε θα συμβεί αυτό, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει με σιγουριά. Ισως σε 100 χρόνια, ίσως σε 10 χρόνια, ίσως αύριο…
«Εξόριστος Συγγραφέας»
(«Dovlatov») Βιογραφική δραματική ταινία, ρωσικής (πολωνικής, σερβικής) παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Αλεξέι Γκερμάν Τζούνιορ, με τους Μίλαν Μάριτς, Ντανίλα Κοζλόφσκι, Ελενα Σουτζέκα, Αρθουρ Μπεσάστνι κα.
Ρωσική βιογραφική ταινία για τον Αρμενοεβραίο συγγραφέα Ντοβλάτοφ, που παρέμενε αποκλεισμένος από το τότε σοβιετικό καθεστώς και δεν μπορούσε να εκδώσει τα βιβλία του. Η ταινία του Αλεξέι Γκέρμαν Τζούνιορ, που συμμετείχε στο επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του 68ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, κρατά έξι μέρες από τη ζωή του συγγραφέα, προκειμένου να αποδώσει το αδιέξοδο στο οποίο περιέλθει από το καθεστώς, επί εποχής Μπρέζνιεφ, τη δεκαετία του ‘70.
Αν στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή υπήρχε η γενιά της αμφισβήτησης και του Βιετνάμ, στη Ρωσία υπήρχε μία ανάλογη γενιά, που ασφυκτιούσε κάτω από τους μηχανισμούς προπαγάνδας. Αν στην Αμερική υπήρχε το LSD, στις ρωσικές μεγαλουπόλεις υπήρχαν όλα τα είδη οινοπνεύματος. Ωστόσο, ο Ντοβλάτοφ ήταν περισσότερο θύμα, όπως λέει κάποια στιγμή και στην ταινία, ενός γενικευμένου κανόνα που λέει ότι «ένα ταλέντο είναι ανησυχητικό, μία ιδιοφυΐα υποκινεί το φόβο, ενώ η μετριότητα έχει την αποδοχή» – και είναι βολική, θα προσθέταμε. Όπως βολική είναι και η μόνιμη απαίτηση των προϊσταμένων του να γράφει «αισιόδοξα, θετικά», κάτι που ακόμη και σήμερα επιβραβεύεται απ’ όλα τα συστήματα εξουσίας, όταν δεν απαιτούν το αναμάσημα της προπαγάνδας τους.
Παρά ταύτα, η ταινία έχει αρκετές αδυναμίες, όπως η ακατάσχετη φλυαρία, η επανάληψη εικόνων, λόγων και καταστάσεων και η εμμονή των δημιουργών της ότι μιλούν για κάτι πολύ σπουδαίο και πως η κάνουν κάτι πολύ σοβαρότερο από μια ταινία. Ο πρωταγωνιστής Μίλαν Μάριτς, μοιάζει ξεκάρφωτος, θυμίζει υποψήφιο δήμαρχο, αν και σχεδόν μόνιμα αγέλαστος.
Έξι μέρες από τη ζωή του συγγραφέα Σεργκέι Ντοβλάτοφ, στις οποίες προσπαθεί να διατηρήσει το ταλέντο, την αξιοπρέπεια και την καλλιτεχνική του ταυτότητα στη Σοβιετική Ένωση του 1970, ενώ την ίδια στιγμή βλέπει τους συναδέλφους του να καταπιέζονται από το καθεστώς.
«Το Σκυλάκι της Βασίλισσας»
(«The Queen’s Corgi») Ταινία κινουμένων σχεδίων, βελγικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Μπεν Στάσεν.
Μετά τα γατάκια, τα ζουζούνια και όλα τα χαριτωμένα πλάσματα του ζωικού βασιλείου, τώρα έχουμε και ένα animation από τον δημιουργό του «Ο Γιος του Μεγαλοπατούσα», με ήρωα το βασιλικό σκυλάκι, που φιλοδοξεί να διασκεδάσει τους μικρούς μας φίλους.
O Ρεξ, o αγαπημένος σκύλος της βασίλισσας έχει χάσει τα ίχνη της. Στο δρόμο του θα συναντήσει ένα κλαμπ κυνομαχιών, όπου σκύλοι κάθε ράτσας αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον. Κατά τη διάρκεια του επικού ταξιδιού του για να βρει τη βασίλισσα, ο Ρεξ θα ερωτευτεί και θα ανακαλύψει τον αληθινό του εαυτό.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ