Οι νέες ταινίες: «Θεέ μου τι σου Κάναμε;»

971

Μετά από μία περίοδο όπου σημαδεύτηκε από καταιγισμό νέων αφίξεων και πολλών επανεκδόσεων, είναι φανερό ότι οι εταιρίες διανομής πατάνε φρένο, έπειτα από τον πρώτο καύσωνα και τη φυγή των πρώτων αδειούχων, προγραμματίζοντας για το επταήμερο, που ξεκινά απόψε, μόνο τέσσερις νέες ταινίες. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν υπάρχει μια ταινία που να ξεχωρίζει, αν και υπάρχει το σίκουελ της μεγάλης γαλλικής εμπορικής επιτυχίας «Θεέ μου τι σου Κάναμε;», αλλά κατώτερο από το πρώτο φιλμ.

«Θεέ μου τι σου Κάναμε; 2»

(«Qu’est-ce qu’on a encore fait au bon Dieu?») Κωμωδία, γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Φιλίπ ντε Σοβερόν, με τους Κριστιάν Κλαβιέ, Σαντάλ Λομπί, Αρί Αμπιτάν, Φρεντερίκ Μπελ, Ελοντί Φοντάν κα.

Πέντε χρόνια έπειτα από την τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας που ξεσήκωσε τους Γάλλους, αλλά πήγε καλά και στις περισσότερες χώρες που προβλήθηκε, η οικογένεια Βερνέιγ επιστρέφει, αλλά μάλλον θα αφήσει ανικανοποίητους ακόμη και αυτούς που είχαν διασκεδάσει με το κέφι των πρωταγωνιστών και τα αναμενόμενα αλλά καλοκουρδισμένα αστεία του πρώτου φιλμ.

Αν η πρώτη ταινία ήταν μια υπερβολική και μέτρια παραλλαγή του «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» (με τον Σπένσερ Τρέισι και την Κάθριν Χέπμπορν στους ρόλους των γονιών και τον Σίντνεϊ Πουατιέ στο ρόλο του υποψήφιου μαύρου γαμπρού τους), καθώς το συντηρητικό ζεύγος Βερνέιγ μένει κάγκελο από τους γαμπρούς που τους φέρνουν οι τέσσερις κόρες του, εδώ έχουμε μία επανάληψη της προβλέψιμης ιστορίας, καθώς αυτή τη φορά οι κόρες και οι γαμπροί τους παίρνουν την απόφαση να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, προκαλώντας τον πανικό στους γονείς που θα χάσουν παιδιά και εγγόνια από κοντά τους.

Αυτή τη φορά όμως η συνταγή της επαναφοράς της λαϊκής κωμωδίας παλαιότερων εποχών είναι σαν μαγιονέζα που έκοψε, καθώς τα αστεία λειτουργούν ελάχιστα, τα γκαγκς αποδυναμωμένα, ενώ οι κοινωνικές αναφορές δείχνουν άτολμες και τις περισσότερες φορές κρύβουν ένα σοβινισμό, ο οποίος είναι σκόπιμος, όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, για την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας στη Γαλλία.

Ο Κριστιάν Κλαβιέ («Αστερίξ και Οβελίξ: Επιχείρηση Κλεοπάτρα») δεν μπορεί παρά να επαναλάβει το χαρακτήρα της πρώτης ταινίας, καθώς δεν τον βοηθάει ούτε το σενάριο ούτε η σκηνοθεσία του Φιλίπ ντε Σοβερόν, κάτι που ισχύει και για τους υπόλοιπους συμπρωταγωνιστές.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Μετά τους τέσσερις γάμους που κλυδώνισαν την οικογένειά τους, ο Κλοντ και η Μαρί Βερνέιγ έχουν να αντιμετωπίσουν ένα καινούργιο πρόβλημα. Οι τέσσερις γαμπροί τους έχουν αποφασίσει να φύγουν από τη Γαλλία με τις συζύγους και τα παιδιά τους και να δοκιμάσουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ανίκανοι να φανταστούν ότι η οικογένειά τους δεν θα είναι κοντά, ο Κλοντ και η Μαρί προσπαθούν απεγνωσμένα να τους κρατήσουν δίπλα τους.

   «Το Αριστούργημά Μου»

(«My Masterpiece») Δραματική κωμωδία, αργεντίνικης και ισπανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Γκαστόν Ντουπράτ, με τους Λουίς Μπραντόνι, Γκουλιέρμο Φραντσέλα, Αντρέα Ακάτο, Μαρία Σόλντι, Ραούλ Αρεβάλο, Αντρέα Φριγκέριο κα.

Άνιση κομεντί από τον Γκαστόν Ντουπράτ, ο οποίος είχε κερδίσει τις εντυπώσεις – και πολλά βραβεία – πριν τρία χρόνια με το ενδιαφέρον φιλμ «Ο Επιφανής Πολίτης». Η ταινία έχει τις καλές στιγμές της, ένα χιούμορ που άλλες φορές είναι αποτελεσματικό και άλλες δημιουργεί μια ψύχρα, παρατηρήσεις για το χώρο της τέχνης και τη σχέση της με τη ζωή, ενώ είναι φανερή η διάθεσή του Αργεντινού σκηνοθέτη να επαναφέρει το θέμα, όπως και στον «Επιφανή Πολίτη», του χολερικού καλλιτέχνη που ανακαλύπτει εκ νέου το νόημα της ζωής, σα να έχει βρει το μαγικό ζωμό της επιτυχίας. Μόνο που αυτή τη φορά ο ζωμός δεν είναι ούτε μαγικός, ούτε πετυχημένος, αλλά περισσότερο φέρνει προς μια εύπεπτη σούπα.

Ο σεναριογράφος Αντρές Ντουπράτ, μικρός αδελφός του σκηνοθέτη, έχοντας γνώση του χώρου της τέχνης, καθώς είναι και διευθυντής του Μουσείου Καλών Τεχνών στο Μπουένος Άιρες, θέλει να μιλήσει για τον πολύπλοκο και σκοτεινό κόσμο του χρηματιστηρίου της τέχνης, μέσα από το χαρακτήρα του ιδιόμορφου αντικοινωνικού ζωγράφου και του στενού του φίλου και αδίστακτου γκαλερίστα, αλλά χωρίς τόλμη και κατρακυλώντας στην επιφανειακή προσέγγιση ενός θέματος που καίει και στα κλισέ για τη δημιουργία, την ελευθερία έκφρασης, το τίμημα της προσήλωσης στην τέχνη.

Οι δύο πρωταγωνιστές, Φραντσέλα και Μπραντόνι, φτιάχνουν ένα συμπαθές δίδυμο, ένα αταίριαστο ζευγάρι, στο οποίο ποντάρει ο σκηνοθέτης, πολύ περισσότερο ίσως απ’ όσο σηκώνει η ερμηνευτική τους ικανότητα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Αρτούρο είναι ένας γοητευτικός, εκλεπτυσμένος και αρκετά αδίστακτος γκαλερίστας. Έχει τη δική του γκαλερί στο κέντρο του Μπουένος Άιρες, μια πόλη που τον συναρπάζει. Ο Ρένζο είναι ένας δύστροπος καλλιτέχνης, ένας πικρόχολος ζωγράφος σε σαφή παρακμή. Μισεί οποιαδήποτε μορφή κοινωνικότητας και ζει απομονωμένος σε ένα απεριποίητο σπίτι. Παρόλο που τους δύο άντρες τους συνδέει μια παλιά φιλία, δε συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα. Οι απόψεις και οι ιδέες τους είναι τόσο αντίθετες, που δημιουργούν συνέχεια μεταξύ τους μεγάλες εντάσεις και συγκρούσεις. Ωστόσο, παρά τις διαφορές αυτές, είναι σπουδαίοι φίλοι. Και αυτή η ιστορία τους είναι για τη φιλία και τις συνέπειες της.

 «Τεντ Μπάντι, Ένας Γοητευτικός Δολοφόνος»

(«Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile») Δραματικό θρίλερ, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζο Μπέρλιντζερ, με τους Ζακ Εφρον, Λίλι Κόλινς, Χάλεϊ Τζόελ Οσμεντ, Χάιλι Τζόελ Όσμεντ, Τζον Μάλκοβιτς κα.

Ακόμη μία αποτυχημένη παραγωγή του Netflix, με όλες τις αδυναμίες που συνοδεύουν σχεδόν όλες τις ταινίες του, δηλαδή την αποφυγή να ερεθίσει τον θεατή, να μπει στο βάθος της ιστορίας και των χαρακτήρων, αλλά και κοινωνικών μηνυμάτων που να ακουμπούν στην πραγματικότητα, να πιστέψει στην έμπνευση και τις ιδέες ενός δημιουργού, καθώς και την προσπάθεια να ικανοποιήσει ένα πολυσυλλεκτικό παγκοσμιοποιημένο κοινό, επιλέγοντας συνταγές και κατασκευάσματα που έχουν εγκρίνει οι τεχνοκράτες της εταιρίας.

Εδώ, όμως, έχουμε όλες αυτές τις αδυναμίες σε υπερβολική δόση. Ο σκηνοθέτης Τζο Μπέρλιντζερ παίρνει μία δυνατή αληθινή ιστορία, αυτή του «Τεντ Μπάντι», που βίασε και σκότωσε πάνω από 30 γυναίκες σε επτά Πολιτείες της Αμερικής αν και χαρακτηριστικό άτομο υπεράνω πάσης υποψίας και την αποδυναμώνει τόσο που ελπίζεις στο επόμενο πλάνο να δεις το λυτρωτικό «The And». Το βασικό λάθος ξεκινά από το σενάριο, που βασίζεται στα απομνημονεύματα της Λιζ Κένταλ, μιας ανύπαντρης μητέρας, με την οποία ο Μπάντι διατηρούσε σταθερή σχέση, ενώ έκανε τα αποτρόπαια εγκλήματά του. Έτσι, το φιλμ δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με τη βιαιότητα των εγκλημάτων, τη σκοτεινή πλευρά του διαταραγμένου εγκληματία ενώ ζούσε μια διπλή ζωή, αλλά επικεντρώνεται κυρίως στη γοητευτική εικόνα του δολοφόνου, χτίζοντας την ιστορία της ταινίας πάνω στον αποδυναμωμένο και μάλλον υπερβολικά αφελή χαρακτήρα της συντρόφου του, που ενώ μαθαίνει για τα φρικτά εγκλήματα του αγαπημένου της, αυτή πονά περισσότερο για την απώλεια του έρωτά της, πίνοντας ένα ποτήρι παραπάνω.

Ταινία αχταρμάς, αφού είναι λίγο απ’ όλα και τίποτα ιδιαίτερα. Είναι και θρίλερ (όσο πατά η γάτα) και μυστηρίου (λέμε τώρα) και ρομάντζο (χωρίς αίσθημα) και δικαστικό δράμα (σε περίληψη για να χωρέσουν και τα αφελή σχόλια για τον Τύπο και την αστυνομία).

Πραγματικά πολύ κακό για το τίποτα, αλλά αποκαλυπτικό για το σινεμά που προωθεί η πλατφόρμα και που η εξάπλωσή της ίσως να είναι μία ακόμη απειλή για τον κινηματογράφο των δημιουργών, ακόμη και των καλών επαγγελματιών που θέλουν να πουν μια ιστορία και όχι να βγάλουν ένα δίσκο με άνοστα κινηματογραφικά σνακ, που καλύπτουν από κρεατοφάγους έως βετζετέριαν και διαβητικούς.

Ο Ζακ Έφρον, μοιάζει με καλή επιλογή καθώς διαθέτει αυτό το αθώο πρόσωπο, που μπορεί να κρύβει ένοχα μυστικά, αλλά άλλο ένοχα μυστικά κι άλλο κτηνωδία. Έτσι κι αλλιώς μένει αβοήθητος, όπως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, ενώ ο μόνος που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι ο Τζον Μάλκοβιτς, στο ρόλο του δικαστή, βαδίζοντας απλά στη μανιέρα του ρόλου και στην επάρκεια των υποκριτικών ικανοτήτων του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Τεντ: ωραίος, έξυπνος, χαρισματικός, τρυφερός. Η Λιζ: ανύπαντρη μητέρα, επιφυλακτική άλλα ερωτευμένη. Οι τρεις τους, μαζί με την κόρη της Λιζ, είναι μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μέχρι την στιγμή που ο Τεντ συλλαμβάνεται και κατηγορείται για μια σειρά από ειδεχθείς φόνους. Όταν η ανησυχία μετατρέπεται σιγά σιγά σε παράνοια η Λιζ αναγκάζεται να αναρωτηθεί πόσο καλά γνωρίζει τον άνδρα με τον οποίο μοιράζεται την ζωή της καθώς όλο και περισσότερες αποδείξεις έρχονται στο φως και να αποφασίσει αν ο Τεντ είναι αλήθεια αθώος ή ένοχος.

  «Η Κούκλα του Σατανά»

(«Child’s Play») Ταινία τρόμου, αμερικανικής, καναδικής και γαλλικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Λαρς Κλέβμπεργκ, με τους Ομπρεϊ Πλάζα, Μαρκ Χάμιλ, Γκάμπριελ Μπέιτμαν, Τάι Κονσίλιο, Μπράιαν Ταϊρί Χένρι κα.

Επανεκκίνηση μιας ταινίας τρόμου, απ’ τις παλαιότερες, που έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μια σημαντική πορεία, κυρίως για το πάντρεμα του φόβου με χιουμοριστικές στιγμές. Η επιτυχία της ταινίας φυσικά στηριζόταν και στην έλξη που δημιουργούσε στο κοινό μια αθώα κούκλα που κρύβει τις δολοφονικές προθέσεις της. Εδώ, όμως η κούκλα του σατανά μοιάζει περισσότερο για παιχνίδι που δεν μπορεί προκαλέσει ανατριχίλες και το χιούμορ έχει χάσει την ευρηματικότητά του, στέλνοντας το φιλμ κατευθείαν στην κατηγορία «τρομοχαβαλές». Το νεανικό κοινό που απευθύνεται κυρίως η ταινία ίσως το διασκεδάσει κι αυτό ως ένα σημείο, ενώ για τους υπόλοιπους ίσως τους φανούν πολλά τα 90 λεπτά της ταινίας και να αρχίσουν να σιγοτραγουδούν το «ένα ρολόι σταματημένο…»

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Όλα ξεκινούν όταν μια νεαρή μητέρα, η Κάρεν δωρίζει στον γιο της Άντι μια κούκλα Buddi, τον αιμοδιψή «Τσάκι», μη γνωρίζοντας την απειλητική και δολοφονική φύση που κρύβεται μέσα του. Η φονική κούκλα, που πλέον διαθέτει τεχνητή νοημοσύνη, επιστρέφει για να σκορπίσει τον τρόμο και τον θάνατο, στοιχειώνοντας σκέψεις, ψυχές και παιχνίδια.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ