Η διάθεση τόσο της κυβέρνησης όσο και των διοικήσεων των τραπεζών να βρεθεί οριστική λύση στο μείζον θέμα της προστασίας της κύριας κατοικίας από τους πλειστηριασμούς είναι η σημαντικότερη απόφαση που ελήφθη κατά τη χθεσινή συνεδρίαση στο Μέγαρο Μαξίμου.
Το όριο των 120.000 ευρώ για την προστασία της κύριας κατοικίας από τον πλειστηριασμό, φαίνεται να είναι το επικρατέστερο «συμβιβαστικό» σενάριο. Οι διοικήσεις των τραπεζών προσήλθαν χθες στη συνάντηση με κοστολογημένες προτάσεις και φαίνεται ότι το συγκεκριμένο όριο μπορεί να «υποστηρίξει» και τις προθέσεις της κυβέρνησης να προστατεύσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό δανειοληπτών, και τις ανάγκες των τραπεζών να μην επιβαρυνθούν οι ισολογισμοί τους αλλά και την ανάγκη του κρατικού προϋπολογισμού να μην υποστεί μεγαλύτερο κόστος από τα περίπου 160 εκατ. ευρώ που υπάρχουν στην άκρη για να επιδοτηθούν οι δανειολήπτες με τη μεγαλύτερη οικονομική ανάγκη.
Η δεύτερη σημαντική απόφαση, έχει να κάνει με το ότι θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μην υπάρξει νέα παράταση του υφιστάμενου νόμου Κατσέλη και το νέο πλαίσιο να είναι έτοιμο μέχρι το τέλος του μήνα.
Κοινή διαπίστωση είναι ότι σε αυτή τη φάση –και μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου οπότε θα ανακοινωθεί η έκθεση των θεσμών για την ελληνική οικονομία- προέχει να υπάρξουν οριστικές ανακοινώσεις και να μην μείνουν ανοικτές εκκρεμότητες που σχετίζονται άμεσα με την πορεία των τραπεζών.
Οι διαβουλεύσεις θα συνεχιστούν εντατικά τις επόμενες ημέρες ώστε η ελληνική πλευρά –κυβέρνηση και τράπεζες- να εμφανιστούν προς τους θεσμούς με κοινή γραμμή. Σύγκλιση φαίνεται να υπάρχει σε ένα όριο που κυμαίνεται γύρω από τις 120.000 ευρώ αλλά και ένα εισοδηματικό κριτήριο της τάξεως των 20.000 ευρώ ποσά όμως που θα διαφοροποιούνται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του νοικοκυριού και τις «εύλογες δαπάνες» του.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους φαίνεται να αποδέχονται την ένταξη στη ρύθμιση και των δανείων που είναι επιχειρηματικού χαρακτήρα αλλά δόθηκαν με προσημείωση της κύριας κατοικίας ενώ η διαδικασία της ρύθμισης του δανείου θα αποτελεί θέμα των τραπεζών και των δανειοληπτών.
Ουσιαστικά με την υποβολή της αίτησης στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, στον δανειολήπτη θα προτείνεται μια δόση η οποία θα εξαρτάται από το ύψος του δανείου, την αξία του ακινήτου και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του νοικοκυριού. Η δόση θα είναι αποτέλεσμα των ακόλουθων επιμέρους ρυθμίσεων:
1. Αναπροσαρμογής του επιτοκίου ώστε αυτό να μην ξεπερνά το Euribor και μια προσαύξηση της τάξεως της 1,5 -2 μονάδων.
2. Αναπροσαρμογής της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου. Η επιμήκυνση θα χρησιμοποιηθεί για την μείωση της δόσης
3. Κουρέματος μέρους του δανείου υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτό θα είναι σημαντικά μεγαλύτερο της αξίας του ακινήτου (ενδεχομένως και πάνω από το 120% της αξίας του ακινήτου). Το κούρεμα θα «κλειδώνει» μετά το τέλος της ρύθμισης.
Το δάνειο θα «κουρεύεται» με βάση το υπολειπόμενο ποσό του σε σχέση πάντα με την αξία του ακινήτου.
Ουσιαστικά, ο δανειολήπτης θα αναλαμβάνει να πληρώσει ένα καινούργιο δάνειο η διάρκεια του οποίου θα φτάνει και στα 25 χρόνια. Αν μάλιστα πληροί συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια, τότε θα επιδοτείται για την πληρωμή της δόσης με ένα ποσό που θα αντιστοιχεί ακόμη και στο 30% της μηνιαίας υποχρέωσης.
Οι δανειολήπτες που θα εντάσσονται στη ρύθμιση και θα πληρούν και το όριο της πρώτης κατοικίας, θα προστατεύονται από τους δανειστές τους για όσο χρονικό διάστημα θα παραμένουν στη ρύθμιση. Μένει να αποφασιστεί αν στη ρύθμιση θα εντάσσονται και οι οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Το τελευταίο αποτελεί πρόθεση της ελληνικής πλευράς αλλά δεν είναι δεδομένο καθώς προϋποθέτει συνεννοήσεις και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.