Πώς απαντάμε στην αρνητική αυτοεικόνα των παιδιών μας;

1950

Ένα παιδί κάνει μια γραπτή εργασία και νιώθει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει. Θυμώνει, αντιδρά, μπορεί ακόμα και να χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και αναφωνεί γεμάτο θλίψη: «Είμαι τόσο χαζός», την ίδια στιγμή που μουτζουρώνει το χαρτί της εργασίας. Η μητέρα που είναι κοντά απαντά, σε μια προσπάθεια να το καθησυχάσει: «Τι είναι αυτά που λες; Δεν είσαι χαζός γλυκέ μου». Το παιδί επιμένει λέγοντας: «Κι όμως είμαι…είμαι ο χειρότερος» και ο γονιός αναρωτιέται αν η αντίδρασή του είναι μελοδραματική ή με τον τρόπο του προσπαθεί να πει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό.

Όταν το παιδί εκφράζει ανοιχτά μια αρνητική αυτοεικόνα, η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση του γονιού είναι να προσπαθήσει να το καθησυχάσει, να το διαβεβαιώσει ότι δεν ισχύει αυτό που σκέφτεται και να το πείσει για το λάθος του. Η προσπάθεια αυτή δεν πετυχαίνει συνήθως, καθώς αυτό που εκφράζει το παιδί είναι αυτό που νιώθει και το οποίο ανταποκρίνεται στο πραγματικό του συναίσθημα. Αναφέρει ότι είναι «χαζό» γιατί νιώθει έτσι και δεν μπορεί να νιώσει «έξυπνο, αξιαγάπητο ή υπέροχο». Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται μια διαφορετική αντιμετώπιση που μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα.

Μια προσπάθεια ενσυναίσθησης, κατά την οποία ο γονιός βάζει τον εαυτό του στη θέση του παιδιού για να καταλάβει τα συναισθήματα που βιώνει εκείνη τη στιγμή, είναι μια από τις τακτικές που μπορεί να δοκιμαστούν. Ο γονιός θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο εκφραζόμενο συναίσθημα, λέγοντας πόσο στεναχωρημένο φαίνεται το παιδί ή ρωτώντας το πόσο δύσκολη του φαίνεται η εργασία. Με αυτό τον τρόπο συμπάσχει με το όποιο συναίσθημα του παιδιού και έρχεται πιο κοντά του, ώστε να μπορέσει να το βοηθήσει.
Επιπλέον, ο γονιός μπορεί να εκφράσει την περιέργεια του για αυτό που συμβαίνει στο παιδί του εκείνη τη στιγμή, δίνοντάς του τη δυνατότητα να μπορέσει να διατυπώσει λεκτικά τι είναι αυτό που πραγματικά το ενοχλεί. Μερικά παιδιά δυσκολεύονται να βάλουν σε λόγια αυτό που τους προβληματίζει. Ερωτήσεις όπως «Αναρωτιέμαι γιατί αυτή η εργασία σε δυσκολεύει σήμερα» ή «Είναι έτσι με όλες τις γραπτές εργασίες ή με τη συγκεκριμένη;» μπορεί να βοηθήσουν το παιδί.

Επίσης, οι γονιός μπορεί να επαναδιατυπώσει τα λεγόμενα του παιδιού, ξαναγράφοντας το σενάριο και βοηθώντας το παιδί να χρησιμοποιήσει άλλες εκφράσεις για αυτό που του συμβαίνει, περισσότερο δημιουργικές και λιγότερο αρνητικές. Αντί για το «είμαι χαζός, δεν μπορώ να τα καταφέρω» θα μπορούσε να πει «είμαι πολύ απογοητευμένος με αυτή τη δύσκολη εργασία». Παράλληλα, μπορεί να γίνει μια προσπάθεια από κοινού επίλυσης του προβλήματος. Η παροχή μιας κατευθυντικής λύσης στο παιδί, που φαίνεται σωστή από την πλευρά του γονιού, μπορεί να αντικατασταθεί από την ομαδική προσπάθεια και εξάσκηση.

Σημαντικό είναι επίσης, να έχουμε στο νου μας ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματα έρχονται και φεύγουν και δεν καθορίζουν το ποιοι είμαστε. Αν επομένως, ένα παιδί νιώθει χαζό στην παρούσα φάση δε σημαίνει ότι είναι αλήθεια ή ότι θα νιώθει έτσι πάντα. Μπορεί ο γονιός να εξηγήσει στο παιδί ότι σέβεται το πώς νιώθει τη δεδομένη στιγμή, αλλά ότι δεν είναι κάτι που θα το νιώθει και αύριο ή θα το ακολουθεί πάντα. Αυτό μπορεί να είναι ανακουφιστικό για ένα παιδί, για να μη νιώθει ότι το συναίσθημα αυτό θα το καθορίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Οι διάλογοι αυτοί με το παιδί θα πρέπει να είναι σύντομοι και να μη γίνονται όλοι μαζί ταυτόχρονα. Μπορεί να μην είναι πάντα εύκολο να γίνουν αμέσως κατανοητοί, ειδικά αν ένα παιδί έχει συνηθίσει σε ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Χρειάζεται υπομονή ακόμα και στην όποια αντίσταση φέρει το παιδί εκείνη τη στιγμή.

Οι δυνατότητες διαχείρισης μιας τέτοιας κατάστασης είναι πολλές και περιλαμβάνουν ακόμα και το να δώσει στο παιδί επιλογές. Δίνοντας στο παιδί επιλογές (ακόμα και για το να επιλέξει τι θα φορέσει ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητας) και επιβραβεύοντας τη «σωστή» επιλογή, αυξάνεται η αυτοπεποίθηση του παιδιού και μειώνεται η αρνητική του αυτοεικόνα. Επίσης, με το να ρωτά ο γονιός τη γνώμη του παιδιού για την επίλυση ενός προβλήματος (όπως μια δύσκολη εργασία) του δίνει το μήνυμα της αυτονομίας (ότι μπορεί να καταφέρει πράγματα) αντί για την έτοιμη λύση που θα του δώσει και η οποία θα του δώσει το άρρητο μήνυμα ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνο του. Η αποφυγή της κριτικής είναι εξίσου σημαντική, όπως και η αρνητική γνώμη που έχει ο γονιός για την επιλογή που έκανε. Κάποιες φορές, χρειάζεται να αφήνουν οι γονείς κάποια πράγματα που δεν έγιναν «σωστά» να πέσουν κάτω κι αντ’ αυτού να επικεντρωθούν σε όσα έγιναν, με τον τρόπο που ήταν καλό να γίνουν.

Τα παιδιά δεν μπορεί να είναι τέλεια, όπως τέλειος δεν είναι κανείς ενήλικας, ούτε καν οι γονείς. Αυτή η σκέψη έχει μεγάλη βαρύτητα για το παιδί και το γονέα, καθώς μπορούν να αποδεχτούν ότι θα γίνουν λάθη και άρα θα υπάρξουν ματαιώσεις, αλλά ότι μπορεί τα λάθη να διορθωθούν μέσα από την προσπάθεια. Ο γονέας μπορεί ακόμα και να ζητήσει συγνώμη από το παιδί γιατί σε μια στιγμή έντασης παραφέρθηκε και φώναξε παραπάνω από αυτό που έπρεπε. Το παιδί θα καταλάβει ότι όλοι έχουμε δικαίωμα στο «λάθος». Ακόμα κι εκείνο.

Όταν το παιδί συνεχίζει να έχει πολλές αρνητικές σκέψεις, ή αν απειλεί ότι θα κάνει κακό στον εαυτό του ή στους άλλους, οι γονείς χρειάζεται να απευθυνθούν σε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας. Γενικότερα, οι γονείς χρειάζεται να κατανοήσουν ότι δεν είναι μόνοι τους και ότι μπορούν να αναζητήσουν την υποστήριξη ενός ειδικού ψυχικής υγείας, που θα τους βοηθήσει να βρουν πιο αποτελεσματικούς τρόπους, με βάση την προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του δικού τους και του παιδιού. Γιατί, τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικοι, χρειαζόμαστε υποστήριξη για να αντιμετωπίσουμε πράγματα και καταστάσεις που φαίνονται μη διαχειρίσιμες.

Διονυσοπούλου Κων/να – Κοινωνική Λειτουργός, MA
Ομαδική Ανάλυση και Οικογενειακή Θεραπεία

Στουραΐτου Σοφία
Ψυχολόγος, MSc
Θεραπεία Οικογένειας και Ζεύγους

πηγή: mypsychology.com / imperfectfamilies.com