Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης
Ο πρώτος κανόνας της παιδαγωγικής ορίζει ότι δεν λέμε σε ένα παιδί ότι είναι κακό επειδή έκανε κάτι κακό, αλλά ότι είναι ένα καλό παιδί που έκανε κάτι κακό. Ο κανόνας αυτός όσο περνάνε τα χρόνια εξελίσσεται στην αποφυγή εν γένει χαρακτηρισμών και κοσμητικών επιθέτων προς όσους αντιπαθούμε ή μας ενοχλούν. Αυτή είναι η πεμπτουσία άλλωστε των καλών τρόπων, να μην κάνουμε ή να μην λέμε, ότι δεν θα θέλαμε να μας κάνουν ή να μας λένε.
Η μακρά τούτη εισαγωγή εμπνέεται από την επαναφορά του βλαχικού ζητήματος στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου. Οι Βλάχοι ως γνωστόν είναι μία ιστορική και υπερήφανη φυλή, η οποία διαβιεί στον ελλαδικό χώρο εδώ και χιλιετίες. Ο «βλάχος» είναι ένα κοσμητικό επίθετο που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, όπως ευκρινώς αναφέρεται στο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, τον επαρχιώτη, επαρχιώτισσα, και κατ’ επέκταση πρόσωπο που στερείται μόρφωσης και καλών τρόπων συμπεριφοράς. Το υποκοριστικό του βλάχου είναι το βλαχάκι, ενώ υπάρχει ποικιλία συναφών άλλων λέξεων όπως μπαστουρνόβλαχος, βλαχοδήμαρχος, βλαχάρας, βλαχομπαρόκ και ούτω καθεξής.
Ανεζήτησα μετ’ επιτάσεως στο ίδιο λεξικό, και σε άλλα την λέξη, «ξεβλαχεύω», αλλά εις μάτην. Όλοι βεβαίως αντιλαμβανόμεθα περί τίνος πρόκειται και τι εννοεί. Η φράσις του Πέτρου Κωστόπουλου «ξεβλάχεψα τους Έλληνες», προκάλεσε ένα έντονο κύμα αντιδράσεων, με έναν οχετό αρνητικών χαρακτηρισμών να εκστομίζονται προς το πρόσωπό του από Βλάχους και μη.
Επειδή ένας άλλος κανόνας της παιδαγωγικής και επακολούθως του savoir vivre, ορίζει ότι επικοινωνούμε δια του παραδείγματος και όχι επικρίνοντας τους άλλους, ας μου επιτραπεί να μοιρασθώ με τους φίλτατους αναγνώστες το κεφάλαιο «Η πτώση ενός ανταγωνιστή» από το βιβλίο μου «Ιστορίες ενός Παιδήλικα» (Εκδόσεις Φερενίκη 2012).
Η πτώση ενός ανταγωνιστή
Με τον Πέτρο Κωστόπουλο υπήρξαμε σχεδόν πάντα απέναντι. Εάν εξαιρέσει κανείς την πρώτη περίοδο του Κλικ, του οποίου ήμουν ανταποκριτής στο Παρίσι, καθώς και μία ντουζίνα άρθρα στην πρώτη περίοδο του Down Town, οι επαγγελματικοί κι αισθητικοί μας δρόμοι σπανίως ετέμνοντο.
Γνωρισθήκαμε το 1986 στα Πρόσωπα, το μαυρόασπρο περιοδικό του Άρη Δαβαράκη, όπου και οι δύο γράφαμε εκείνη την εποχή. Δεν γίναμε ποτέ φίλοι, ούτε κάναμε ποτέ παρέα, όπως συνέβη με πολλούς τότε συνεργάτες με τους οποίους συνεχίζω εικοσιπέντε χρόνια αργότερα να διατηρώ θερμές σχέσεις· από τον Τάσο Μελετόπουλο έως την Μόλλυ Αδριανού και από την Calliope έως τον Γιώργο Παυριανό. Όταν τα Πρόσωπα έκλεισαν, ο κραταιός εκδότης της Γυναίκας Άρης Τερζόπουλος πρότεινε στον συνονόματό του Δαβαράκη να εκδώσουν μαζί ένα περιοδικό που θα συνέχιζε την επιτυχία. Για λόγους που ανήκουν στην σφαίρα των μεγάλων ναι και των μεγάλων όχι της ζωής, ο εστέτ Αλεξανδρινός ηρνήθη. Εκεί εμφανίσθηκε ο μπρουτάλ Βολιώτης και κάλυψε ευφυώς το δημιουργηθέν κενό (σ.σ. ο χαρακτηρισμός Βολιώτης δεν εκφέρεται υποτιμητικώς, αφού υπάρχουν και συμπαθείς Βολιώτες, όπως ο Κώστας Λούλης ή ο Σωτήρης Πολύζος. Επιπροσθέτως, πώς θα μπορούσε ένας Βεροιώτης ή Πολυγυρινός να επιδείξει επαρχιακό ρατσισμό σε κάποιον που κατάγεται από μεγαλύτερη πόλη;)
Η συνέχεια είναι γνωστή. Το Κλικ σηματοδότησε την επανάσταση στον περιοδικό Τύπο κι εξέθρεψε μία ολόκληρη γενιά νέων Ελλήνων. Ο ίδιος έγινε εν μια νυκτί –και με πολλή δουλειά, οφείλω να ομολογήσω– παράγων του δημοσίου βίου και πρότυπο success story. Η αυτοκρατορία που έκτισε βασίσθηκε σε μία απλή αρχή: ό,τι θέλει ο «κόσμος», αυτό θα του δώσουμε. Ο «κόσμος» στον οποίον απευθύνθηκε ο νεόκοπος εκδότης ήταν ένα συνονθύλευμα στερημένων κοινωνικών στρωμάτων που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τούς υπόσχετο ότι μπορεί να πραγματοποιήσει και τα πιο τρελά τους όνειρα. Όπερ κι εγένετο. Η συνέχεια είναι επίσης γνωστή. Στρατιές συμπατριωτών μας ανεκάλυψαν τα πούρα, το σεξ, την Μύκονο, τις Porsche, τα μπουζούκια κι έναν τρόπο ζωής που πήρε τον ξενόγλωσσο κωδικό lifestyle.
Όταν το 2001 εξεδόθη το Life&Style, ο Πέτρος Κωστόπουλος μου έκοψε την καλημέρα. Επί δέκα χρόνια υπήρξαμε ανταγωνιστές με την σκληρή έννοια του όρου επ’ ωφελεία, νομίζω, και των δύο, αφού η ανάγκη να ξεπεράσουμε ο ένας τον άλλο μάς έκανε να ξεπερνάμε τον εαυτό μας. Θεωρούσα όμως ενδομύχως ότι ο κόσμος που εξέφραζε είχε τελειώσει, αλλά πάντοτε ανεγνώριζα το ζωώδες ένστικτο της προσαρμογής που διέθετε και το δημιουργικό του ταλέντο.
Η αναγγελία της καταρρεύσεως του εκδοτικού του ομίλου δεν με χαροποίησε· το αντίθετο μάλλον. Με ενέβαλε σε υπαρξιακές σκέψεις περί νεμέσεως. Τι εννοώ; Σε μία από τις σπάνιες επιθέσεις φιλίας του, με είχε πείσει –το είχε αυτό το χάρισμα– να πάρω τον βασιλιά και να του ζητήσω να συνεργασθεί σ’ ένα αφιέρωμα που ετοίμαζε γι’ αυτόν το Νitro. Δεν θα ξεχάσω στην ταβέρνα του Νίκου στην Μύκονο την ευρεία παλέτα επιχειρημάτων που χρησιμοποίησε, π.χ. «θα του φτιάξουμε το προφίλ του δικού σου» κ.ά., ούτε την πλήρη υποταγή μου στις αιτιάσεις του. Τελικώς, παρά τη διαμεσολάβησή μου, ο Κωνσταντίνος δεν εδέχθη. Στο editorial του τεύχους που δημοσιεύτηκε το αφιέρωμα, έξαλλος για την περιφρόνηση του άνακτος, ο Κωστόπουλος τον χαρακτήρισε «λεβεντομαλάκα». Θέλω να ελπίζω ότι τώρα, μετά την δική του πτώση, θα είναι πιο επιεικής με τους πεπτωκότες. Επίσης, ότι θα είναι πιο φειδωλός με τους ανοίκειους χαρακτηρισμούς, διότι ενίοτε γίνονται μπούμερανγκ.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Βραδυνή»