Χίος η λάμπουσα

519

Άρρηκτα δεμένη με τη φημισμένη σε όλον τον κόσμο μαστίχα της, η Χίος, στην καρδιά του συμπλέγματος των νησιών του Βορείου Αιγαίου, απέναντι από τις ακτές της μικρασιατικής χερσονήσου της Ερυθραίας, είναι ένας τόπος πραγματικά ξεχωριστός, ιδιαίτερος. 

Ο φυσικός πλούτος του νησιού αποτελεί πόλο έλξης για τους φυσιολάτρες και τους οικοτουρίστες όλες τις εποχές του χρόνου χάρη στη μοναδική χιώτικη χλωρίδα (άγριες τουλίπες, αυτοφυείς ορχιδέες, σπάνια αγριολούλουδα, αρωματικά βότανα κ.ά.), τα κτήματα της περιοχής του Κάμπου με τα εσπεριδοειδή, τις καλλιέργειες με τα μαστιχόδεντρα, τα επιβλητικά ορεινά συγκροτήματα του Πελινναίου και της Αμανής, τις ρεματιές και τις ορθοπλαγιές με την άγρια φυσική ομορφιά, τα ενδιαφέροντα σπήλαια και τις πεζοπορικές διαδρομές. 

Οι ίδιοι οι Χιώτες, άνθρωποι εύστροφοι και φιλόξενοι, πολύ άξιοι, οι καλύτεροι στις εμπορικές συναλλαγές, ξέρουν όσο κανείς άλλος στον κόσμο να αξιοποιούν τα αγαθά που έχουν στη διάθεσή τους και τις δυνατότητες που τους προσφέρονται.

 

Οι επισκέπτες της Χίου εντυπωσιάζονται από τη μακρά παράδοση του νησιού στη ναυτιλία και το εμπόριο, τα μεσαιωνικά χωριά με τον αναλλοίωτο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και τη ρομαντική ατμόσφαιρα, τα ιστορικά μνημεία, τα αρχοντικά του Κάμπου, τα αξιόλογα θρησκευτικά μνημεία, τα εκλεκτά τοπικά προϊόντα (προϊόντα μαστίχας κ.ά.).

 

Εξάλλου, οι αμέτρητες βοτσαλωτές ακρογιαλιές και αμμουδερές παραλίες του νησιού αποτελούν ιδανικές επιλογές για τους παραθεριστές.

 

Χίος η λάμπουσα

Ήρθα λοιπόν κατευθείαν στη Δασκαλόπετρα, στην Πέτρα του Ομήρου, στη Βρύση του Πασά. Ήμουν σκυμμένη πάνω από τα τριφύλλια στη ρίζα του μεγάλου γκρίζου βράχου. Το πρωινό φως έσβηνε τη σκιά της Πέτρας κι έδειχνε το αργυρό αγιάζι που είχε καθίσει πάνω στα τρυφερά πράσινα. Μελετούσα τις ολόφωτες «υδράργυρες» μπιλίτσες που μάζευαν στο κέντρο τους τη σκορπισμένη νύχτα, όταν ξαφνικά και εντελώς αναπάντεχα βρέθηκα με ένα τετράφυλλο τριφύλλι στο χέρι, κάτι που δεν πίστευα ότι είναι αληθινό.

Το μέτρησα, το ξαναμέτρησα και ήταν τετράφυλλο! Σκαρφαλώνω στο βράχο με το σπάνιο τετράφυλλο τριφύλλι στο χέρι. Κοιτώ τη Μικρά Ασία, την Ιωνία, που πορφυρώνει ο ήλιος πριν ανατείλει πίσω από το Καράπουρνο. Αυτή την ανατολή, αυτή τη θάλασσα, τούτα τα βουνά της Ιωνίας απέναντι, τη φύση που με περιβάλλει έβλεπε κι ο Όμηρος. Σ’ αυτό το σημείο όπου στέκομαι στεκόταν κι αυτός πριν από 2.750 χρόνια! 

Προχωρώ προς τα έδρανα των μαθητών, λαξεμένα στο βράχο. Ξαφνικά η Δασκαλόπετρα, φαγωμένη από το χρόνο, αστράφτει με χίλιες λάμψεις στο πρώτο άγγιγμα του ήλιου. Κάθε υγρή γουβίτσα κι ένα αστέρι.

Θεέ μου, τι βλέπω! Έναστρη, η Πέτρα του Ομήρου παίζει με το φως.

 

Πώς να αποκαλέσει κανείς τούτο το νησί; «Παιπαλόεσσα» την είπε ο Όμηρος, βραχώδη, πολύπτυχη, απόκρημνη. «Αστρόπετρα» τη λέω εγώ σήμερα, κι ας έχω μάθει τα τόσα της ονόματα: «Αιθάλεια» για τα ηφαιστειογενή της εδάφη, «Πυτιούσα» για τα δάση και τα βότανά της, «Μάκρις» για το σχήμα της και «Χίος» ίσως από τη νύμφη Χιόνη, ή από τη συριακής προέλευσης λέξη για τη μαστίχα «chio» που της έδωσαν οι Φοίνικες, μιας και είναι μοναδική και παγκόσμια πατρίδα της αρωματικής ρητίνης του σκίνου, της μαστίχας.

 

Τετρακόσια εκατομμύρια χρόνια υπολογίζουν οι γεωλόγοι την ηλικία της, από τα ιζηματογενή της πετρώματα και τα απολιθώματα που περιείχαν. Και πριν από δύο εκατομμύρια χρόνια ξεκόλλησε από τη χερσόνησο της Ερυθραίας απέναντι! Το σχήμα της ένα μεγάλο αυτί στραμμένο στην Ελλάδα, αφουγκράζεται τον αντίλαλο της ιστορίας της, αλλά και της δικής της μεγάλης φωνής μέσα απ’ το στόμα των ποιητών της, παλαιών και νέων, μέσα απ’ τα τραγούδια των ανθρώπων της, κι ακόμα τον αντίλαλο από τις οιμωγές των 50.000 σφαγιασθέντων, στη Σφαγή της Χίου το 1822, και των πληγέντων από το «χαλασμό», τον μεγάλο σεισμό του 1881. 

 

Κάθομαι τώρα πάνω στην έδρα, που ο θρύλος τη θέλει κάθισμα του Ομήρου και τους απέναντι λαξεμένους βράχους θρανία των μαθητών του, των Ομηρίδων. Καθόλου αναπαυτική πρέπει να ομολογήσω. Βάζω τα πόδια μου στα δυο βαθουλώματα που μόλις διακρίνονται, φαγωμένα από το χρόνο (τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα), τα λιονταροπόδαρα που οδήγησαν τον Ρίτσαρντ Τσάντλερ (1764) στην άποψη ότι ο βράχος ήταν το ιερό της Κυβέλης.

Ψάχνω ανάμεσα στα πόδια μου και διακρίνω ανάγλυφη αλλά ακέφαλη τη θεά. Ακέφαλο και το λιοντάρι στη βόρεια πλευρά της. Στο βάθος ένα πλοίο πιο κοντά στις τουρκικές ακτές, που απέχουν από εδώ όπου βρίσκομαι τρία τέταρτα ταξίδι με το πλοίο, ίσως και λιγότερο (επτά χιλιόμετρα), άλλωστε την απόσταση αυτή τη ρυθμίζει το φως, η ορατότητα και η διαύγεια. Η Τουρκία πλησιάζει ή απομακρύνεται ανάλογα με τον καιρό. 

Και να, τώρα δα φάνηκαν δυο άσπρα καραβάκια σαν παιδικά παιχνίδια που ξανοίγονται και πάνε να ψαρέψουν. Όλα τα πλεούμενα, όπως απομακρύνονται, δεν μοιάζουν αληθινά. Είναι κανείς μέσα; Δεν ξέρω. 

Αυτό που ξέρω όμως με τα χρόνια είναι ότι κάθε φορά που γυρίζω στη Χίο ανοίγουν και οι πέντε αισθήσεις μου. Η μύτη μου πάει ξανά στην Α’ Δημοτικού, η όρασή μου στο νηπιαγωγείο (νη – έπος), μένω εκστατική και η ακοή μου εγγράφεται στο σχολείο της θάλασσας, όπου ακούγονται οι υπέρηχοι των δελφινιών και οι μελωδίες από «τα όργανα, τα τούμπανα που παίζουν μοναχά τους».

2013 

Το ανωτέρω κείμενο της Δέσποινας Τομαζάνη περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).

 Δέσποινα Τομαζάνη γεννήθηκε στη Xίο. Kατάγεται από το Aϊβαλί της Mικράς Aσίας και τα Kοτύωρα (Ορντού).

Σπούδασε θέατρο στην Aθήνα, κινηματογράφο και θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, χορό και παντομίμα στην Aκαδημία Mπαλέτου της Στοκχόλμης.

Έπαιξε στο ελληνικό και το γαλλικό θέατρο, καθώς και στον ελληνικό, το σουηδικό και το γαλλικό κινηματογράφο.

Στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μεσογειακών Χωρών βραβεύτηκε με το βραβείο ερμηνείας πρώτου γυναικείου ρόλου για την ταινία «L’ombre de la terre», σε σκηνοθεσία του Tajeb Louichi.

Έχει γράψει ποίηση, θέατρο, διήγημα και μυθιστόρημα.

Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες (Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά, Αγγλικά και Ιταλικά).

Πηγή: in.gr