Η Φρειδερίκη ζει

3433

Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης

Εδίστασα επί μακρόν πριν προμηθευτώ την αυτοβιογραφία της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ που μόλις κυκλοφόρησε, υπό τον τίτλο «Μια ζωή χωρίς άλλοθι». Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ο κυριότερος είναι ότι ποτέ, η τόσο προβεβλημένη από τα εγχώρια media κυρία, δεν με ενέπνευσε.

Πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν την πρωτογνώρισα στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι. Εκείνη,  recteur  des Universités de Paris, η ταπεινότης μου ανταποκριτής της Γραμμής. Όχι δεν με εντυπωσίασε ο βαρύγδουπος τίτλος της, ούτε έσπευσα να της ζητήσω συνέντευξη, όπως θα έπραττε κάθε ευσυνείδητος δημοσιογράφος. Κάτι, ενστικτώδες, με εμπόδισε να την πλησιάσω και με εμποδίζει ακόμη να ομνύω στην υστεροφημία της. Ακόμα κι όταν ανέλαβε την περίοπτη θέση τής προέδρου του Κέντρου Georges Pompidou-Beaubourg, απέφυγα να ασχοληθώ μαζί της, χωρίς να ψάξω πολύ για το γιατί. Προσοχή! Δεν κατακρίνω στο σημείο αυτό, ούτε τον άνθρωπο, ούτε το έργο, όπως έπραξαν εσχάτως με περίσσειο βιτριόλι, ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και η Έλενα Ακρίτα, απλώς θεωρώ ότι όλοι οι άνθρωποι δεν ταιριάζουμε κι αυτό ισχύει στην περίπτωσή μας, με την παρ’ ολίγον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούσα δια του κανθού την καριέρα της και παρ’ ότι βιβλιοφάγος, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν ανέγνωσα ούτε ένα από τα πολυάριθμα βιβλία που συνέγραψε. Ίσως σε αυτό να με επηρέασε ο φίλος μου από τα παρισινά χρόνια Φαίδων Κουκουλές, εγγονός του αείμνηστου και συνεπώνυμου βυζαντινολόγου ο οποίος την είχε φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Δεν είμαι ειδικός για να γνωρίζω κατά πόσον επηρεάσθη από τον δάσκαλό της, η μετέπειτα Διευθύντρια του Κέντρου Ιστορίας και Πολιτισμού του Βυζαντίου στη Γαλλία. Εκείνο που γνωρίζω και υιοθετώ, είναι αυτό που έλεγε ο Πάμπλο Πικάσο: «Αντιγράφω μέχρι να κάνω κάτι δικό μου».

Ο λόγος που ασχολούμαι σήμερα με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ σχετίζεται με μία λεπτομέρεια του βίου της, που δεν περιλαμβάνεται στο επίσημο βιογραφικό της και αφορά στη συνεργασία της με τη βασίλισσα Φρειδερίκη της Ελλάδος. Τι γύρευε η «Λαρισαία» στην Ύδρα, για να παραφράσω τον ποιητή; Πώς τρύπωσε στο Παλάτι η κατά δήλωσίν της αριστερή, η γυναίκα που ευθαρσώς ομολόγησε σε συνέντευξή της ότι «Εγώ το ’53 όταν πέθανε ο Στάλιν, έκλαψα σαν να έχασα δικό μου άνθρωπο»;

Για να απαντήσω στα ανωτέρω ερωτήματα, έσπευσα στο βιβλιοπωλείο του Χριστάκη στην Ιπποκράτους για να αγοράσω το βιβλίο, και όταν ο πωλητής Γιώργος Παναγόπουλος, με την οικειότητα της πνευματικής σχέσεως, έθεσε το εύλογο ερώτημα, από πότε με ενδιαφέρουν οι αυτάρεσκες αυτοβιογραφίες, του απήντησα στωικά: «Καμία σχέση. Ήθελα να εμπλουτίσω τη φιλοβασιλική μου βιβλιοθήκη».