Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης
Το δράμα με τους ποιητές είναι ότι πρέπει να ζουν υπεράνω των μέσων της εποχής τους, έλεγε ο Ζαν Κοκτώ, ποιητής και ο ίδιος, μεταξύ άλλων ιδιοτήτων, όπως του ζωγράφου ή του σκηνοθέτου. Ο Γάλλος διανοούμενος ασφαλώς αναφέρετο στο προσωπικό του δράμα, αγνοώντας επιδεικτικώς το δράμα όλων ημών των υπολοίπων που δεν γράφουμε ποιήματα και ζούμε σύμφωνα με τα μέσα της εποχής μας, διότι αυτό είναι το πραγματικό δράμα.
Όταν η Μαργαρίτα Σαραντοπούλου μου ζήτησε να διαβάσω τα ποιήματα της 17χρονης κόρης της –16, 5 για την ακρίβεια όπως επισημαίνει–, αφού την ευχαρίστησα για την εκδοτική προτίμηση, έριξα μια βιαστική ματιά, υποσχόμενος ότι θα επανέλθω μόλις τα διαβάσω προσεκτικά. Φευ, δεν χρειάσθηκε περαιτέρω προσοχή, διότι από τους πρώτους στίχους ένιωσα όπως ο Μάθιου Μακόναχι στην ταινία “Goldˮ, όταν ανακαλύπτει το κοίτασμα χρυσού στο Βόρνεο.
Υπερβολή; Διόλου. Η φλέβα της Σεσίλιας Σαραντοπούλου είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, διακονώντας τον έμμετρο λόγο σε υψίπεδα όπου ο ενθουσιασμός περισσεύει. Αντί άλλης κριτικής, ας μου επιτραπεί να παραθέσω δείγματα της γραφής της Σεσίλιας, με την ευχή το πρώτο της βιβλίο να τύχει της υποδοχής και της αναγνωρίσεως που είχε το “Bonjour Tristesseˮ της συνομήλικής της Φρανσουάζ Σαγκάν.
«Μια πυρκαγιά που έρωτα την έλεγαν
Έκανε το ντεμπούτο της δυναμικά
Θερίζοντας σαν δρεπάνι το απέραντο
Αφήνοντας μόνο στάχτη, την αγάπη»
Συνεχίζω:
«Τα μάτια και τα άκρα
Συνάμα οφείλουν να υψώνονται
Για να μη χαθεί η μονάδα
Που για χάρη της αναλώνονται»
Και ένα τελευταίο:
«Ο λαός που πάνω στην ευγένεια ξέχασε
Ξέχασε να μην ανοίγει εύκολα την πόρτα
Σε εκείνον που φύτρωσε σε άλλο χωράφι»
Σεσίλια Σαραντοπούλου, «Νείρομαι», εκδόσεις Φερενίκη