Γιατί ταλαιπωρείτε το κοινό κύριε Χουβαρδά; – Άρθρο της Σοφίας Τσίπα

2703

Γράφει η Σοφία Τσίπα

Μέχρι πρότινος εφάρμοζα την εξής λογική: Όταν μου αρέσει κάτι, το λεω, το γράφω, το συζητώ, το φωνάζω. Εάν δεν μου αρέσει σιωπώ.  Την εβδομάδα που μας πέρασε πάλεψα πολύ μέσα  μου με τούτη την σκέψη. Και το τι είναι τελικά ορθότερο και για τον δημιουργό αλλά κυρίως για το κοινό. Να μιλάς ή να σιωπάς; Από τη μια δεν μου αρέσει η γκρίνια ούτε το να σχολιάζεις με αρνητικό τρόπο τη ματιά του άλλου. Από την άλλη όμως, όταν σιωπάς δε διαχωρίζεται ποτέ η ήρα από το στάρι.

Όλα ξεκίνησαν όταν επισκέφθηκα το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Γεμάτη ενθουσιασμό έφτασα σε αυτό το αρχιτεκτονικό κόσμημα για να παρακολουθήσω τον Γλάρο του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Με συνόδευσαν δύο καλό φίλοι. Ο ένας θεατρόφιλος, ο δεύτερος όχι τόσο μυημένος. Ήμέρα Σάββατο και το θέατρο έσφυζε από κόσμο. Ο τίτλος του έργου, ο συγγραφέας, τα ονόματα στη μαρκίζα προδιέθεταν κάτι καλό. Η παράσταση ήταν πολύ φρέσκια. Δυο, τριών ημερών, δεν είχε βγει ακόμη προς τα έξω μυρωδιά.

Καθίσαμε στο θεωρείο του πρώτου ορόφου μιας και όταν φτάσαμε το τρίτο κουδούνι είχε χτυπήσει. Το προσωπικό του θεάτρου και οι ταξιθέτριες γεμάτες ευγένεια να εξυπηρετήσουν. Η παράσταση ξεκίνησε στην ώρα της. Το δημοτικό θέατρο Πειραιά είναι τόσο όμορφο που δεν χορταίνεις να κοιτάς τις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη γοητεία του.

Αντιμέτωποι με τον Γλάρο λοιπόν, το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ. Ένα έργο που συναρπάζει περιγράφοντας τα πάθη, τα λάθη, τις ελπίδες, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις ενός πυρήνα ανθρώπων, οι οποίοι ζουν κοντά σε μια μικρή λίμνη. Κι όλα αυτά μέσα από την ατμόσφαιρα που υποβάλλει ο Τσέχωφ, όπου σκιαγραφούνται συγκρούσεις, ευκαιρίες, όνειρα αλλά και διαψεύσεις.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή διαισθανθήκαμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ στα multiplex cinema να μπείτε κατά λάθος στην διπλανή αίθουσα από εκείνη που προβάλλεται η ταινία που επιλέξατε να δείτε; Αυτό ακριβώς ήταν το συναίσθημα. Σαν να βρισκόμασταν κάπου αλλού, διότι τίποτα δεν θύμιζε Τσέχωφ. Η παράσταση ξεκινά με τα φώτα της πλατείας ανοιχτά και τους ηθοποιούς να μπαινοβγαίνουν ετοιμάζοντας την παράσταση του Τρεπλιέφ, θέατρο μέσα στο θέατρο, βασιζόμενοι στην ιδέα του Τσέχωφ πως όλα στη ζωή είναι θέατρο και το θέατρο ζωή. Έτσι οι ηθοποιοί κινούνται στη σκηνή, τα καθίσματα των θεατών, τους διαδρόμους με έναν τρόπο ακραία αφαιρετικό που συνεχώς πετά τον θεατή εκτός, αποτρέποντάς τον από το να αφεθεί στο ταξίδι. Για σκηνικό η Εύα Μανιδάκη δημιούργησε ένα τεράστιο νάιλον, το οποίο λειτουργεί με έναν ιδιότυπο τρόπο ως λίμνη με τον κυματισμό της, αλλά και παρόχθια περιοχή. Έξυπνη, προσέγγιση η οποία όμως δεν μπόρεσε να λειτουργήσει στην όλη σύνθεση.  Ο θίασος έμπλεος  πρωτοκλασάτων ονομάτων: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη,  Νίκος Κουρής,  Ακύλλας Καραζήσης κατάφερε να εγκλωβιστεί βαθιά μέσα στη «Χουβάρδια λούμπα». Φώναζαν τα λόγια τους με στόμφο, περπατούσαν ασκόπως πάνω κάτω στη σκηνή δημιουργώντας κομφούζιο. Κι αναρωτιέμαι: Τσέχωφ με πόζα γίνεται;  Είναι αδύνατο να υπάρξει. Άνθρωποι δειλοί, απεγνωσμένοι, εγκλωβισμένοι στα όνειρά τους, αδύναμοι, δεν δύναται να έχουν πόζα. Να πάσχουν από υστερία. Κι έπειτα η προσπάθεια ανάδειξης των κωμικών ψηγμάτων του έργου. Ατυχής και γλυκανάλατη.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς που ανέλαβε την απόδοση και σκηνοθεσία του έργου θα πρέπει να έκανε μεγάλη προσπάθεια ώστε να πάρει το αριστούργημα του παγκόσμιου δραματολογίου και να το τοποθετήσει με τέτοιο τρόπο στη σκηνή ώστε για κακή μας τύχη να μη θυμίζει διόλου Τσέχωφ. Έντυσε τους χαρακτήρες με μάσκα υπεροψίας κρατώντας τον θεατή σε απόσταση. Ουδεμία ταύτιση του κοινού με τους χαρακτήρες καρικατούρες που έχει φτιάξει μπορεί να συντελεσθεί. Ο μόνος που κατάφερε να διασωθεί σε μεγάλο βαθμό ήταν ο Νίκος Κουρής, ο οποίος ωστόσο δεν κατάφερε να διασώσει την παράσταση. Η Τσεχωφική ατμόσφαιρα ανύπαρκτη. Οι ηθοποιοί γυμνοί και ανήμποροι, αφημένοι στα τερτίπια του σκηνοθέτη και οι θεατές να απορούν και να αποσυντονίζονται από την άσκοπη υπερκινητικότητα.

Το τέλος του έργου έδωσε λύση στο μαρτύριο ηθοποιών και κοινού. Έφυγα γρήγορα από τη θέση μου και αναμείχθηκα με τους θεατές για να δω και να ακούσω τις αντιδράσεις τους.  «Απογοήτευση» σιγομουρμούριζαν. Οι φίλοι που με συνόδευσαν δυσαρεστημένοι επίσης. Ο θεατρόφιλος δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το έργο και ο νεοσύλλεκτος στα θεατρικά αναρωτιόταν εαν δεν του αρέσει γενικά το θέατρο ή ο Τσέχωφ.  Θεέ μου! Να απορρίψεις το θέατρο από μια παράσταση; Θλιβερό. Κι όλα αυτά για πιο λόγο; Απλά και μόνο γιατί ο σκηνοθέτης έχει την ανάγκη να νιώσει πως υπάρχει;  Για να αισθανθεί πως φέρνει το καινούριο; Αυτό που και στην Ευρώπη έχει παλιώσει;

Φύγαμε από το θέατρο κακοδιάθετοι. Επέστρεψα σπίτι. Έπιασα στα χέρια μου το κείμενο του αγαπημένου μου Άντον Τσέχωφ και δεν έκλεισα τα μάτια μέχρι να το ολοκληρώσω. Τι όμορφο κείμενο, πόσα νοήματα, τι ατμόσφαιρα ! Τίποτα  όμως, απ΄ όλα αυτά δεν είδαμε, δεν νιώσαμε, δεν ακούσαμε στη σκηνή. Μας εμπόδιζε η φασαρία του σκηνοθέτη, κι αυτό το νάιλον που τελικά θόλωσε κάθε όμορφη στιγμή του έργου.