Γράφει ο Χρήστος Ζαμπούνης
Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τον Μονταλαμπέρ, που έλεγε ότι το πιο γρήγορα διαδιδόμενο συναίσθημα είναι η επιθυμία. Μπορεί να ισχύει σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, αλλά στην Ελλάδα της κρίσεως είναι το μίσος. Μισούμε όποιον έχει άλλο χρώμα, άλλη καταγωγή, άλλη πολιτική ή οπαδική προτίμηση, μισούμε με μία λέξη το διαφορετικό. Το φαινόμενο δεν είναι τωρινό, εάν θυμηθούμε το ανέκδοτο με την κατσίκα του γείτονα, όμως εάν παρακολουθήσουμε επί παραδείγματι τους ”ασκούς του Αιόλου” που έχουν ανοίξει για το ”Μακεδονικό”, τότε δεν θα χρειασθεί περαιτέρω επιβεβαίωσις. Ένα εθνικό θέμα, το οποίον κατά βάσιν θα έπρεπε να μας ενώνει, τείνει να δημιουργήσει έναν νέον εθνικό διχασμό με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ας γίνω πιο σαφής. Είμαι Μακεδών, αναντάμ παπαντάμ, ο εστί μεθερμηνευόμενον από την τουρκική, από τη μητέρα και από τον πατέρα. Η οικογένεια του πατέρα μου κατάγεται από τη Χαλκιδική και σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ένας πρόγονός μας, ο Νικόλαος Ζαμπούνης, διεσώθη από το πογκρόμ που επεχείρησαν οι Τούρκοι μετά την επανάσταση του 1821, κρυπτόμενος σε μία ερημική τοποθεσία στη Γερακινή, και διατρεφόμενος με χόρτα και αχινούς. Από την πλευρά της μητέρας μου έχουμε να κάνουμε με δύο κλάδους, ο ένας από τη Δυτική Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα από το Άργος Ορεστικόν, και ο άλλος από εγκατεστημένους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες Ηπειρώτες, οι οποίοι κλάδοι ενώθησαν εις σάρκαν μίαν το 1915 στη Θεσσαλονίκη, όταν παντρεύθηκαν ο παππούς και η γιαγιά μου. Γεννήθηκα και ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, αλλά τα μαθητικά μου χρόνια τα πέρασα στη Βέροια.
Όταν ξέσπασε το θέμα με τα Σκόπια στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ζούσα στο Παρίσι και εργαζόμουν στο ένθετο της γαλλικής εφημερίδας ”Le Figaro”, το ”Figaro Magazine”. Είχαν μόλις φθάσει οι πρώτες φωτογραφίες από το μεγαλειώδες συλλαλητήριο του 1992, με το 1.000.000 διαδηλωτές να βροντοφωνάζουν «Η Μακεδονία είναι ελληνική», και οι Γάλλοι συνάδελφοί μου, θυμάμαι, είχαν απορήσει πρώτον για τη μαζικότητα της εκδηλώσεως και δεύτερον για την πρωταγωνιστική παρουσία του κλήρου. «Οι Ορθόδοξοι αγιατολάχ», είχε σχολιάσει ένας ειρωνικά. Όλες μου οι πρωτοβουλίες να καλυφθεί δημοσιογραφικά το θέμα έπεσαν στο κενό και η μόνη παρηγορία ήταν ένα αφιέρωμα στα αρχαιολογικά ευρήματα της Βεργίνας, όπου στο κείμενο κατάφερα να περιλάβω το ζήτημα της ελληνικότητας του τόπου καταγωγής μου.
Τούτων λεχθέντων, καθίσταται σαφές γιατί ενδιαφέρομαι και παρακολουθώ το ”Μακεδονικό”, όπως φαντάζομαι και η πλειοψηφία των συντοπιτών του. Επίσης, πέραν του τοπικισμού, με απασχολεί και το γενικότερο γεωπολιτικό πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, όπως διαμορφώνονται εν έτει 2018. Τέλος, και αυτό είναι το πιο δύσκολο, προσπαθώ να κρατήσω μία νηφαλιότητα, εν μέσω κομματικών ή άλλων αλαλαγμών. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το άρθρο του Νίκου Μέρτζου στην «Εστία», που είναι υπέρ ενός έντιμου συμβιβασμού, ακούω και ξανακούω τον λόγο του στρατηγού Φράγκου Φραγκούλη στο χθεσινό συλλαλητήριο, που είναι ανένδοτος στη χρήση του ονόματος Μακεδονία στην ονομασία των Σκοπίων, και διχάζομαι με τη σειρά μου. Θέλω από τη μία να λυθεί η πολυετής διένεξις, αλλά από την άλλη με ενοχλεί η αξίωσις υπάρξεως μακεδονικού έθνους. Όχι αγαπητοί γείτονες, δεν υπάρχει μακεδονική εθνότης. Υπάρχει μία ευρύτερη περιοχή όπου κατοικούν εκτός από εσάς, Έλληνες, Βούλγαροι και Αλβανοί, ελπίζω να μην ξεχνώ και άλλους. Στο χέρι σας είναι να το αποδεχθείτε και για όλα τα υπόλοιπα, έχουμε κάθε καλή διάθεση να διαπραγματευθούμε. Τότε θα σας αγαπήσουμε.