Η Μεγάλη Τρίτη του Πάσχα είναι αφιερωμένη αφενός στη μνεία του ιερού ευαγγελίου που αναφέρεται στη δριμύτατη καταγγελία του Ιησού κατά των θρησκευτικών αρχηγών του Ισραήλ, των Γραμματέων και των Φαρισαίων, και αφετέρου στην παραβολή των δέκα παρθένων.
Σύμφωνα με το χριστιανικό εορτολόγιο καθιερώθηκε να ονομάζεται Μεγάλη Τρίτη η ημέρα Τρίτη της Μεγάλης Εβδομάδας ή Εβδομάδας των Παθών του Ιησού Χριστού.
Στον Όρθρο διαβάζεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (22, 15- 23, 39) η καταδίκη των Φαρισαίων. Στην Ακολουθία συνεχίζεται η ανάγνωση από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου όπου γίνεται λόγος για το Τέλος. Γι’ αυτό μιλούν και οι δύο παραβολές της ημέρας.
Η πρώτη είναι η παραβολή των δέκα παρθένων. «Πέντε εξ αυτών ήσαν φρόνιμοι» και είχαν πάρει μαζί με τα λυχνάρια τους και αρκετό λάδι, «πέντε ήσαν μωραί», τα λυχνάρια τους έσβησαν και δεν έγιναν δεκτές στο γαμήλιο δείπνο. Η άλλη παραβολή είναι των ταλάντων που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.
Το βράδυ ψάλλεται ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης όπου είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47) που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο, και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο, ενώ ψάλλεται ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή τροπάρια της θρησκευτικής υμνολογίας.
Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ποιήτρια που έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ. Επειδή δεν την επέλεξε ως σύζυγό του ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, έγινε μοναχή και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού και στην ποίηση.
Το ιστορικό, όπως περιγράφεται από τους βυζαντινούς χρονικογράφους Συμεών Μάγιστρο, Ιωάννη Ζωναρά και Λέοντα Γραμματικό, αναφέρει πως η μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα «κάλλιστοι παρθέναι» ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κατέφθασαν στο Παλάτι. Μετά την υποδοχή τους από τη μητέρα του αυτοκράτορα, η μητέρα του Ευφροσύνη του έδωσε εντολή να δώσει το χρυσό μήλο σε εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό του.
Ο νεαρός αυτοκράτωρ θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα» δηλαδή ότι «από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα», υπονοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Όμως η Κασσιανή αποστόμωσε τον Θεόφιλο ανταπαντώντας του «αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλαδή ότι «και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία και τη γέννηση του Χριστου.
Η απάντηση κακοφάνηκε στον αυτοκράτορα, που αποφάσισε να «τιμωρήσει» την Κασσιανή δίνοντας το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.