Γροθιά στο στομάχι οι ιστορίες των πυρόπληκτων

1137

Συγκλονίζουν οι προσωπικές ιστορίες των θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς που ξέσπασε τη Δευτέρα στην Αττική. Παράλληλα, οι κάτοικοι μετρούν τις πληγές τους: τους από την απώλεια συγγενικών τους κι οικείων τους προσώπων μέχρι το καμένο σπίτι, αυτοκίνητο, κατάστημα.

Μια από τις ιστορίες που έχουν τραβήξει την προσοχή είναι αυτή της οικογένειας Φύτρου. Αγνοείται, επισήμως, ο μπαμπάς και ο γιος. Η 13χρονη Εβίτα πήδηξε από γκρεμό στη θάλασσα για να σωθεί και δεν τα κατάφερε. Τα λόγια της μητέρας που διάβασε στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ ο δημοσιογράφος Μπ. Παπαπαναγιώτου: «Ακούω στα αφτιά μου την γλυκά τρεμάμενη φωνούλα του Ανδρέα: “Φοβάμαι μανούλα, ανησυχώ πολύ, θα φανώ δυνατός, αλλά εσύ μην έρθεις μαμά. Θέλω να μην έρθεις, είναι όλα κλειστά, δεν θα τα καταφέρεις”».

Η ιστορία του κ. Γιάννη Φιλιππόπουλου, του πατέρα που αναζητά τα τελευταία 24ωρα εναγωνίως τις 9χρονες δίδυμες κόρες του – οι οποίες όταν ξέσπασε η πυρκαγιά βρίσκονταν με τη γιαγιά και τον παππού τους στο Μάτι- είναι μια από ιστορίες που έχουν σοκάρει την κοινή γνώμη.

Ο ίδιος αφού έψαξε σε νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα και στην πυροσβεστική, υποστήριξε πως αναγνώρισε τις κόρες του σε τηλεοπτικά πλάνα να αποβιβάζονται σώες από ένα πλοιάριο. Ωστόσο, δεν έχει καταφέρει να έρθει σε επαφή μαζί τους καθώς τα κορίτσια δεν βρίσκονται στις λίστες του Λιμενικού, που κατέγραφαν όλους τους διασωθέντες από τις ακτές της περιοχής. Σύμφωνα με πρόσφατες αστυνομικές πηγές, τα δύο κορίτσια δεν είναι οι δίδυμες κόρες του κ. Φιλιππόπουλου, τα οποία μάλιστα δηλώνονται ως αγνοούμενα από το «Χαμόγελο του Παιδιού».

Το διαδικτύο παρακολουθεί την ιστορία του σεφ Παναγιώτη Κοκκινίδη, ο οποίος λίγο πριν τον θάνατό του κατέγραψε την πυρκαγιά που προσέγγιζε την περιοχή σε βίντεο με ζωντανή αναμετάδοση στην προσωπική του ιστοσελίδα στο Facebook. «Αν δεν γίνει ένα θαύμα θα καεί πολύς κόσμος», είχε γράψει σε επόμενη ανάρτησή του. Λίγο αργότερα έγινε γγνωστό ότι ο ίδιος και η οικογενειά του (η σύζυγος και τα δύο παιδιά του) έχασαν τη μάχη με τις φλόγες. «Πολλοί οι αδικοχαμένοι (..) , όμως εμείς πενθούμε για τον δικό μας Παναγιώτη και την οικογένεια του», αναφέρει σε ανάρτησή της στην επίσημη σελίδα της στο Facebook η Λέσχη Αρχιμαγείρων Ελλάδας.

Συγκινητική είναι η ιστορία που μοιράστηκε με τα μέσα ενημέρωσης ο κ. Στέλιο Μάσχα, ο οποίος μετέβη σήμερα το απόγευμα στο νεκροτομείο Αθηνών προκειμένου να ταυτοποιήσει τους νεκρούς γονείς του. Όπως ανέφερε ο ίδιος μιλώντας σε δημοσιογράφους οι γονείς του εντοπίστηκαν νεκροί λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι που διέμεναν. Ξεκίνησαν να φύγουν, όπως δεν τα κατάφεραν. Όπως ανέφερε ο ίδιος μιλώντας σε δημοσιογράφους οι γονείς του εντοπίστηκαν νεκροί λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι που διέμεναν. Ξεκίνησαν να φύγουν, όπως δεν τα κατάφεραν.

Η μητέρα του αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα. Ηταν σίγουρος πως ο πατέρας του δεν θα την άφηνε μόνη. «Δεν υπήρχε καμία περίπτωση». «Τους βρήκαν αγκαλιασμένους. Πάντα έτσι ήταν», είπε.

Τις πιο δύσκολες ώρες της ζωής τους περνούν οι συγγενείς των θυμάτων οι οποίοι καλούνται να μεταβούν στο νεκροτομείο Αθηνών όπου με τη μέθοδο του δείγματος DNA προβαίνουν στην αναγνώριση των σορών.

Μαρτυρίες κατοίκων από την εφιαλτική πυρκαγιά στο Μάτι 

“Γιατί μας έστειλαν και μας έκαψαν σαν τα ποντίκια;” διερωτήθηκε κάτοικος της περιοχής, ενώ παράλληλα περιγράφει στον τηλεοπτικό σταθμό του ΣΚΑΪ τα όσα συνέβησαν. «Λιποθυμούσαν άνθρωποι δίπλα μας, μαμάδες, παιδιά, δεν ξέραμε τι μας γίνεται, να εκσφενδονίζονται πράγματα. Δεν μπορείτε να το συνειδητοποιήσετε», συμπληρώνει.

Επιπροσθέτως, τόνισε πως δεν υπήρχε κανένας συντονισμός. «Ο μόνος συντονισμός ήταν το περιπολικό που έκλεισε το δρόμο στο 15 χλμ της Μαραθώνος, οδός Ακροπόλεως και τους έστελνε προς τα κάτω. Αυτός ήταν ο μόνος συντονισμός», υπογράμμισε.

Παράλληλα, η κ. Μαρία, μόνιμη κάτοικος ενός διαμερίσματος δίπλα στη θάλασσα στο Μάτι, είδε ξαφνικά τη φωτιά μπροστά της και πρόλαβε την τελευταία στιγμή μαζί με τον άνδρα της κι έπεσαν στη θάλασσα. «Παρότι γνωρίζαμε την ακτή δεν μπορούσαμε να προσαρμοστούμε, λόγω του καπνού και της αποπνικτικής ατμόσφαιρας. Όσο πλησίαζε η φωτιά, από την πολλή ζέστη και τον καπνό νιώθαμε σαν να είμαστε μέσα σε ηφαίστειο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Όπως τόνισε, έγινε αυτόπτης μάρτυρας, τη στιγμή που ένα 13χρονο κορίτσι πήδηξε φλεγόμενο προς τη θάλασσα και τελικά έπεσε στα βράχια. Ακόμη, η κ. Μαρία επιρρίπτει ευθύνες στην Πολιτεία καταλογίζοντάς της ολιγωρία.

«Όλοι φταίμε και πρώτα απ’ όλα οι πολίτες. Εμείς έχουμε τη μεγαλύτερη ευθύνη από όλους. Από το πιο απλό να μαζέψουμε τα ξερά χόρτα και τα κλαδιά από τις αυλές μας. Έπειτα δεν υπάρχει και σύμπνοια ανάμεσα στους πολίτες, την τοπική αυτοδιοίκηση και το κράτος», σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Λευτέρης, ο οποίος κατοικεί στο Μάτι μόνιμα εδώ και 50 χρόνια. «Οι κόποι 50 χρόνων πήγαν χαμένοι. Θα φύγω από το Μάτι, δεν μου έχει μείνει τίποτα, θα πάω να μείνω με τον γιο μου στο εξωτερικό. Πάλι καλά τη γλιτώσαμε με τη γυναίκα μου, καταστράφηκε μόνο το μαγαζί που έτσι κι αλλιώς δεν το λειτουργούσαμε φέτος. Περιμένουμε όμως ακόμα το ρεύμα…» προσθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Ο κ. Δημήτρης διατηρούσε ενοικιαζόμενα δωμάτια στα οποία διέμεναν τουρίστες. «Η μέρα εκείνη ήταν μια κόλαση. Βλέπαμε τις φλόγες να έρχονται καταπάνω μας. Όποιος έζησε αυτή την “κόλαση” και κατάφερε να γυρίσει μπορεί να καταλάβει τι συνέβη» υπογραμμίζει. Παρότι η επιχείρησή του έχει υποστεί μεγάλες ζημιές, το μόνο που τον νοιάζει είναι που κατάφεραν να επιζήσουν από αυτόν τον εφιάλτη. «Πέσαμε στη θάλασσα μαζί με τους τουρίστες που διέμεναν και τα καταφέραμε».

Λίγο πιο πάνω συναντάμε ένα ζευγάρι που καθαρίζει το σπίτι του μαζί με οικογενειακούς τους φίλους που έχουν έρθει από τη Ν. Μάκρη να βοηθήσουν. Περιγράφοντάς την ημέρα εκείνη σημειώνουν: «Κλειδωθήκαμε μέσα στο σπίτι, κλείσαμε πόρτες, παράθυρα, και είχαμε βρέξει τα πάντα. Κάηκε μόνο το υπόγειο, δεν ξέρω πώς σωθήκαμε… Η γειτόνισσα μας στο διπλανό σπίτι αγνοείται, δεν ξέρουμε αν ζει… Κόσμος έπεφτε στη θάλασσα για να σωθεί, κάποιοι τα κατάφεραν κάποιοι όχι».

Η αλληλεγγύη του κόσμου είναι τεράστια κι οι εθελοντές αυξάνονται συνεχώς. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Αποστόλης 19 ετών που μένει στον Γέρακα. Αν κι έχει εξοχικό στην Κινέτα, το οποίο παραλίγο να καεί, επέλεξε να έρθει στο Μάτι για να βοηθήσει, καθώς όπως χαρακτηριστικά λέει: «Ήρθα εδώ για να μην παρεμποδίζω το έργο των πυροσβεστικών δυνάμεων».

Ο χρόνος στο Μάτι έχει σταματήσει, οι πληγές παραμένουν ανοιχτές κι οι αναμνήσεις από την 23η Ιουλίου δεν πρόκειται ποτέ να σβήσουν για όσους ήρθαν αντιμέτωποι με την άνιση μάχη της φωτιάς.

Πηγή: Καθημερινή