Η αϋπνία γίνεται επιδημία.Μύθοι και αλήθειες

1174

Μόνο ένας στους τρεις ενήλικες στις ανεπτυγμένες χώρες συμπληρώνει οκτώ ώρες ύπνου κάθε βράδυ, όσες δηλαδή συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με αποτέλεσμα κάποιοι ειδικοί να κάνουν λόγο για μία «επιδημία αϋπνίας».

Oι ενήλικες άνω των 45 ετών που κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες το 24ωρο έχουν 200% περισσότερες πιθανότητες να πάθουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό στη διάρκεια της ζωής τους σε σχέση με εκείνους που κοιμούνται επτά ή οκτώ ώρες, εν μέρει εξαιτίας της αύξησης της αρτηριακής πίεσης, υποστηρίζει ο Μάθιου Ουόλκερ, καθηγητής νευροεπιστήμης στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, στο νέο βιβλίο του με τίτλο «Why We Sleep».

Άλλες μελέτες καταδεικνύουν πως μόλις έξι ώρες ύπνου τετραπλασιάζουν τις πιθανότητες εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα και μας κάνουν πιο επιρρεπείς στην επιθετικότητα ή ακόμα και στις αυτοκτονικές σκέψεις, ενώ οι γυναίκες που εργάζονται με βάρδιες (και άρα δεν προλαβαίνουν να «συντονίσουν» το βιολογικό τους ρολόι, κάτι ακόμα πιο επιβλαβές από την έλλειψη ύπνου) εμφανίζουν καρκίνο του στήθους τρεις φορές συχνότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Τα αίτια της «επιδημίας» σχετίζονται εν μέρει με τον τρόπο ζωής μας, δηλαδή τη χρήση υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, τον τεχνητό φωτισμό καθώς και την κατανάλωση καφεΐνης και αλκοόλ. Πίσω όμως από αυτές τις καθημερινές «κακές συνήθειες» κρύβεται η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη πως ο πολύς ύπνος ισοδυναμεί με πολυτέλεια, τεμπελιά ή χάσιμο χρόνου, ενίοτε φτάνοντας στο σημείο να υπερηφανευόμαστε πως λειτουργούμε «μια χαρά» με μόνο πέντε ή έξι ώρες τη μέρα. Κατά τη γνώμη του Ουόλκερ, οι γιατροί θα έπρεπε να «συνταγογραφούν τον ύπνο», αφού η έλλειψή του έχει καταστροφικές συνέπειες «στην υγεία, στο προσδόκιμο ζωής μας, στην ασφάλειά μας και στην εκπαίδευση των παιδιών μας». Σε συνέντευξή του στον Guardian, συνιστά να βάζουμε το ξυπνητήρι μας να χτυπά όχι μόνο τα πρωινά, αλλά και τα βράδια, υπενθυμίζοντάς μας πως ήρθε η ώρα να ξαπλώσουμε.

Αλλά ακόμα και όταν αποφασίζουμε πως πραγματικά χρειαζόμαστε ύπνο, συχνά ανακαλύπτουμε πως είναι αδύνατον να κρατήσουμε τα μάτια μας κλειστά και σίγουρα το άγχος πως βλάπτουμε ανεπανόρθωτα την υγεία μας δεν συμβάλλει καθόλου στη χαλάρωση. Στις ΗΠΑ, περίπου το 14% του πληθυσμού (το ποσοστό ξεπερνά το 30% στα άτομα άνω των 65 ετών) καταφεύγει συστηματικά στα υπνωτικά και στα συνταγογραφούμενα παυσίπονα για να κοιμηθεί και ένα επιπλέον 10% τα καταναλώνει περιστασιακά, σύμφωνα με νέα έρευνα του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Στη σχετική αναφορά υπογραμμίζεται πως, ειδικά για τους ηλικιωμένους, ορισμένες παρενέργειες των συγκεκριμένων σκευασμάτων είναι δυνατόν να αποβούν επικίνδυνες ή ακόμα και μοιραίες. Πόσο μάλλον όταν η κατανάλωσή τους γίνεται ανεξέλεγκτα, χωρίς την παρακολούθηση γιατρού, επειδή κυριαρχεί το (εσφαλμένο) στερεότυπο πως οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών χρειάζονται λιγότερο ύπνο.