Στα χρόνια της σκληρότητας – Γράμματα στον «ΦΥΡΕΡ»…!

1601
Γράφει ο Γιώργος Δασιόπουλος
untitled-1-150x150 (1)
Όταν ήταν μικρός, λάτρευε τις στιγμές που μαζί με την πολυαγαπημένη του μητέρα, επισκέπτονταν την γιαγιά στην Σμύρνη. Η εικόνα της Σμύρνης, τότε στις αρχές του 20ου αιώνα τον εξίταρε: μια χαώδης κατάσταση, με φωνακλάδες εμπόρους, μια τραχιά και σκληρή πόλη με αρώματα και πικάντικες μυρωδιές που τον παρακίνησαν να γίνει αυτό που μας χάρισε αργότερα: Ο «Πατέρας» του «Θεάτρου της Σκληρότητας».
 
Ο Αντονέν Αρτώ ήταν μια εμβληματική φιγούρα του περασμένου αιώνα, κυρίως για το θέατρο. Σκληρός, απότομος, βλάσφημος με ένα διαπεραστικό άτεγκτο βλέμμα σαν ένα ζεστό καλοκαιρινό κάτουρο στη μνήμη του υγρού Μπέκετ που μονολογεί: «Το μεγαλύτερο λάθος κάθε ανθρώπου είναι η γέννηση του». Στο αριστούργημα «Ναπολέων» του Αμπέλ Γκανς του 1927 τον απολαύσαμε ως Μαρά και έναν χρόνο αργότερα σε μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές ταινίες όλων των εποχών, ενορχηστρωμένη από τον μεγαλύτερο σκηνοθέτη, στο «Πάθος της Ζαν ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγερ.
 
Πρωτοπόρος για την εποχή του, θεωρητικός της τέχνης με κάθε λογής σκατολογικό στοιχείο στην διάθεση του, ποιητής, μονίμως καταδυόμενος σε ένα κύμα τρέλας όπου δεν αναδύθηκε ποτέ, κατά το πόρισμα του Γιουνγκ για την νεαρή Λουτσία, τέντωσε τα όρια της τέχνης όσο κανείς άλλος, τέντωσε μαζί και τα δικά του και ο νομοτελειακός προορισμός ήταν η αγριότητα του φρενοκομείου.
 
Τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν ο Γερμανικός στρατός εισέβαλε στο Ντάντσιχ και η φωτογραφία με τους χαρούμενους στρατιώτες να σηκώνουν ψηλά την μπάρα του Διαδρόμου έκανε τον γύρο του κόσμου, ο Αρτώ ζούσε την απαρχή του δικού του εφιάλτη, έγκλειστος στο ψυχιατρείο της Βιλ-Εβράρ, κοντά στο Νεϊγί σιρ Μαρν. Ονειρευόταν θυελλώδεις καιρούς, ματωμένες εποχές, παραληρηματικές εξοχές και ένα ξυράφι σαν του Όκαμ να του σχίζει το μάτι στα δύο, όπως το σύγνεφο έσχιζε εκείνη την στιγμή το φεγγάρι. Έξω από το δωμάτιο του στεκόταν ο Ρομπέρ Ντεσνός και ούρλιαζε αναλογιζόμενος τα βάσανα που περνούσε κει μέσα ο καλός του φίλος, ο οποίος μέσα στο παραλήρημα του απευθύνει συνεχείς εκκλήσεις στους κοντινούς τους ανθρώπους και παράλληλα ανακαλύπτει συνεχώς νέους και πολλούς εχθρούς, πραγματικούς ή φανταστικούς. Και αποφασίζει να τους γράψει επιστολές… επιστολές γεμάτες μυστικιστικά σύμβολα, καψίματα από τσιγάρο, εμετό και άλλα πολλά σαν να πρόκειται για μια θεατρική παράσταση της τρέλας από το «Θέατρο του Παραλόγου». Μεταξύ αυτών ήταν και ο πρώην ψυχίατρός του Ρενέ Αλεντί, η Αν Μανσόν, ο έρωτας της ζωής τους, αλλά …και ο Αδόλφος Χίτλερ!
Αποφασίζει να του γράψει μια επιστολή. Η εν λόγω επιστολή γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1939 και μέχρι σήμερα βρισκόταν στο αρχείο της οικογένειας του Αντονέν Αρτώ. Η αξία της εκτιμάται από 10.000 έως 15.000 ευρώ και τίθεται σε δημοπρασία στην Κομπιέν της Γαλλίας. Μέσα στο παραλήρημα του, ο Αρτώ υποστηρίζει πως πριν κάποια χρόνια είχε συναντήσει τον Αδόλφο Χίτλερ στο Καφέ «de l’Ider» στο Βερολίνο. Η επιστολή είναι απειλητική, γεμάτη από καψίματα τσιγάρου και γράφει-μεταξύ άλλων: «Σας έδειξα το 1932 στο Καφέ ντε λ’Ιντέρ στο Βερολίνο, ένα από εκείνα τα βράδια που γνωρισθήκαμε, λίγο πριν πάρετε την εξουσία, τα φράγματα (που έχω σχεδιάσει στο χάρτη)…..»,
«Σήμερα Χίτλερ, σηκώνω αυτά τα φράγματα. Οι Παριζιάνοι έχουν ανάγκη από θέρμανση. Φυσικά αγαπητέ κύριε, δεν πρόκειται για μία πρόσκληση, αλλά για μία προειδοποίηση. Φυλαχθείτε!»
Πιθανότατα, ο Χίτλερ δεν διάβασε ποτέ την επιστολή ενός «τρελού». Πιθανότατα, την διάβασε ο Μπόρμαν και μπορεί να την σχολίασε δηκτικά με την γυναίκα του. Αλλά, τί θα είχε συμβεί εάν ο Φύρερ την είχε διαβάσει και την είχε πάρει στα σοβαρά; Πιθανόν, θα στρεφόταν πρός το «Θέατρο της Σκληρότητας», θα αναζητούσε τον καλλιτέχνη που ήθελε να γίνει εκείνο το παιδί κάποτε στην Βιέννη και θα αυνανιζόταν κρυφά στο δωμάτιο του ζωγραφίζοντας τοπία από την Πράγα. Όχι;
 
Κατά τον εγκλεισμό του στην ψυχιατρική κλινική του Ροντέζ, ο Αρτώ απελευθερώνει τη δημιουργική του τρέλα γεμίζοντας περίπου 406 σχολικά τετράδια. Το 1939, ο Αρτώ χρησιμοποιεί ό,τι έχει στα χέρια του: τσιγαρόχαρτο και σελίδες σημειωματαρίων. «Έγραφε επιστολές στον επικεφαλής γιατρό, στον διευθυντή του ψυχιατρείου αλλά και στην οικογένειά του. Έγραφε επίσης χωρίς να ξέρουμε σε ποιον, δίνοντας την εντύπωση ότι γράφει μόνο και μόνο για την απλή ανάγκη του γραψίματος. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τσαλάκωνε τις γραμμένες σελίδες και τις πετούσε σε μια γωνιά. Οι περισσότερες από αυτές δεν θα στέλνονταν ποτέ στους αποδέκτες τους…», δήλωσε ένας υπάλληλος του ψυχιατρείου της Βιλ-Εβράρ τη μαρτυρία του οποίου επικαλείται ο ειδικός για τον Αρτώ, Σουλβέν Τανκερέλ.
 
Είναι λυπηρό να βλέπεις αυτό το όμορφο πρόσωπο του «Ναπολέοντα» να μεταμορφώνεται σε έναν φαφούτη αστό. Ο Αντονέν Αρτώ, αυτός ο μέγας σουρεαλιστής που δεν υπήρξε ποτέ σουρεαλιστής, ο «Πατέρας» του Ζαν Ζενέ, το σκληρό πρόσωπο της Αυγής των χρόνων της Σκληρότητας.
 
Σεις, που ζείτε μέσα στα σκατά, λυπηθείτε τον Αρτώ. Λυπηθείτε την Μαρία Φαλκονετί ή την Ρενέ Φαλκονετί. Ή και τις δύο.
 
Στρατευμένη και κυνηγημένη από την ίδια της την αυτοδιάθεση του νυμφώνος, η Σιμόν, δεκαοκτώ ετών λαχταριστή κοπέλα, πια, με μια περισπουδασμένη ανατολή στα μάτια της, με τον αφρό της λιτανείας στο μυαλό της, περιφέρεται χαμένη και δίχως- φευ- φευγιό προς την Πιτυούσα. Η ένδοξη περιπέτεια της με τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστόν, της στοίχισε μια ολάκερη παιδική αθωότητα και οκτώμισι σεξουαλικές εμπειριοκριτικές ασυνεχείς μωρολογίες. Η περιπλάνηση υφίσταται μεταλλωμένο φρύδι εδώ και μια επταετία και καταπόνησε με άκρατη φυγόδικη κυτταρομαχία την ενήλικη Σιμόν, τόσο όσο χρήζει διερευνήσεως να ξαποστάσει πάνω στον δακρύβρεχτο βράχο Blarney.
 
Αμήν.