Τύμπανα πολέμου στη Μεσόγειο

890

Η αντίστροφη μέτρηση για την επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον της Συρίας φαίνεται ότι έχει αρχίσει και το ενδεχόμενο στρατιωτικής ρήξης με τη Ρωσία στοιχειώνει τη διεθνή σκηνή για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Την πρόθεσή του κοινοποίησε ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, μάλλον ανορθόδοξα: «Ετοιμάσου, Ρωσία, γιατί (οι αμερικανικοί πύραυλοι) έρχονται και θα είναι όμορφοι, καινούργιοι και έξυπνοι», έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος στο Twitter. Το μήνυμα Τραμπ ήταν απάντηση σε προηγούμενες δηλώσεις του Ρώσου πρεσβευτή στον Λίβανο, Αλεξάντερ Ζασίπκιν. Μιλώντας σε αραβικό τηλεοπτικό δίκτυο, ο Ζασίπκιν απείλησε τις ΗΠΑ ότι, αν τεθούν σε κίνδυνο τα ρωσικά στρατεύματα που βρίσκονται στη Συρία, «τότε οι πύραυλοι θα καταρριφθούν, θα πληγούν δε και οι βάσεις εκτόξευσής τους».

Ο ψυχολογικός πόλεμος Ουάσιγκτον – Μόσχας οδήγησε αρκετούς αναλυτές να μιλήσουν για την πιο επικίνδυνη στιγμή από την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το 1962. Επί του παρόντος, απέχουμε πολύ από αυτό το σημείο. Οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ του αμερικανικού και του ρωσικού στρατού εξακολουθούν να λειτουργούν και η καθυστέρηση στην έναρξη των βομβαρδισμών –τελευταίες εκτιμήσεις την προσδιόριζαν στα τέλη της εβδομάδας– δίνει χρόνο στους Ρώσους να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους επί συριακού εδάφους ώστε να αποφευχθεί ένα επικίνδυνο «ατύχημα». Αργά χθες το βράδυ η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σάρα Σάντερς δήλωσε ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν έχει καταλήξει σε χρονοδιάγραμμα και ότι εναλλακτικές λύσεις, πλην της στρατιωτικής, εξακολουθούν επίσης να βρίσκονται στο τραπέζι.

Στο μεταξύ, η Ουάσιγκτον προσπαθεί να οικοδομήσει έναν κατά το δυνατόν ευρύτερο διεθνή συνασπισμό. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος δεν χρειάζεται έγκριση της Εθνοσυνέλευσης, έχει ήδη δώσει το «παρών». Δυσχερέστερη είναι η θέση της Τερέζα Μέι, η οποία, αν ακολουθήσει την παράδοση, πρέπει να πάρει το πράσινο φως από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Σε ανάλογη περίπτωση, τον Αύγουστο του 2013, το βρετανικό Κοινοβούλιο είχε πει «όχι» στην εισήγηση Κάμερον, καθώς το φιάσκο του πολέμου του 2003 στο Ιράκ, όπου είχε χρησιμοποιηθεί το πρόσχημα περί «όπλων μαζικής καταστροφής», δεν είχε ξεχαστεί ακόμη. Ρόλο στον δυτικό συνασπισμό θα έχει και το Κατάρ, που είδε στη συριακή κρίση μια ουρανόπεμπτη ευκαιρία να βγει από την καραντίνα όπου βρισκόταν από καιρό, λόγω της διένεξής του με τη Σ. Αραβία.

Στο στρατιωτικό επίπεδο, το μόνο αμερικανικό σκάφος που διέθετε πυραύλους Τόμαχοκ κατάλληλους για μια παρόμοια εκστρατεία και κατευθυνόταν χθες στα ανοικτά της Συρίας ήταν το αντιτορπιλικό «Ντόναλντ Κουκ». Επίσης, χθες αναχώρησε για την περιοχή το αεροπλανοφόρο «Χάρι Τρούμαν» με την αρμάδα του, αλλά δεν αναμένεται να φτάσει σε απόσταση βολής πριν από τις αρχές της επόμενης εβδομάδας.

Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι η έκταση και οι πολιτικοί στόχοι της επέμβασης. Το πιο μετριοπαθές σενάριο προβλέπει εκστρατεία μιας ή λίγων ημερών, σε μια κατά τι διευρυμένη εκδοχή των πυραυλικών πληγμάτων που εξαπέλυσε ο Τραμπ στις 4/4/2017, με την ίδια αφορμή κατά της αεροπορικής βάσης Αλ Σαϊράτ. Ωστόσο, η επίθεση εκείνη δεν εμπόδισε τον Ασαντ να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του στον συριακό εμφύλιο – μόλις προχθές, ολοκληρώθηκε η κατάληψη της ανατολικής Γούτα από τον κυβερνητικό στρατό.

Από την άλλη, μια εκτεταμένη επέμβαση, με τη συμμετοχή χερσαίων δυνάμεων για την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, δεν τίθεται καν υπό συζήτηση, με δεδομένη την παρουσία ρωσικών δυνάμεων. Επομένως, αυτό που απομένει είναι η ενδιάμεση λύση: μια εκτεταμένη εκστρατεία βομβαρδισμών, κυρίως από τη θάλασσα (γιατί η Ρωσία ελέγχει τον εναέριο χώρο της Συρίας), με ορίζοντα αρκετών ημερών, η οποία θα καταστρέψει μεγάλο μέρος των συριακών ενόπλων δυνάμεων και θα πλήξει σοβαρά τον Ασαντ. Ο τελικός στόχος θα ήταν να έρθουν ο Ασαντ και οι Ρώσοι στο τραπέζι της πολιτικής διαπραγμάτευσης για το Συριακό κατά το δυνατόν αποδυναμωμένοι και όχι από θέση ισχύος, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι κίνδυνοι αυτού του σεναρίου είναι προφανείς. Ακόμη κι αν αποφευχθεί ένα θερμό επεισόδιο ΗΠΑ – Ρωσίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια σύγκρουση Ιράν – Ισραήλ. Ο κορυφαίος σύμβουλος του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αλί Ακμπάρ Βελαγιατί, δήλωσε πως η χώρα του θα στηρίξει τη Συρία και ότι «δεν θα αφήσει ατιμώρητη» πρόσφατη φονική επιδρομή του Ισραήλ εναντίον ιρανικής βάσης, κοντά στη Χομς. Ας αφήσουμε το πολιτικό και ηθικό κόστος που θα είχε για τη Δύση μια εκστρατεία (χωρίς νομιμοποίηση από τον ΟΗΕ), η οποία θα άφηνε πίσω της μεγάλες απώλειες αμάχων και θα προκαλούσε νέο προσφυγικό κύμα, εάν επεκτεινόταν σε κυβερνητικά κτίρια εντός κατοικημένων περιοχών.

Πέτρος Παπακωνσταντίνου – “Η Καθημερινή”