Η βουλεύτρια Αχαΐας και τομεάρχισσα πολιτισμού – αθλητισμού ΣΥΡΙΖΑ γράφει στο Docville για το χρονικό μιας προαναγγελθείσας καταστροφής από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η πανδηµία αποτέλεσε τη µεγάλη ευκαιρία της κυβέρνησης της Ν∆ προκειµένου να επιτύχει µια βίαιη και χωρίς προηγούµενο στα χρονικά της χώρας αναδιάρθρωση στον πολιτισµό – µε τον ίδιο τρόπο που αυτό επιχειρείται στην παιδεία. Η πολιτική λοιπόν της κυβέρνησης στον πολιτισµό συνιστά ένα βίαιο διάβηµα ρήξης των πολιτισµικών συνεχειών της κοινωνίας –µε όλα όσα αυτές εµπερικλείουν (κοινωνική, δηµοκρατική, αλληλέγγυα κ.λπ.) και σε µια κοινωνία που αντιµετωπίζει το παρελθόν και το µέλλον της αποσπασµατικά, κατακερµατισµένα και φοβικά–, ένα βίαιο διάβηµα διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας στους διχασµούς, στον ανταγωνισµό, τον πελατειασµό και στην αναξιοκρατία. Με σχέδιο λοιπόν η κυβέρνηση της µεταδηµοκρατικής Ν∆ επιδίδεται εν µέσω πανδηµίας µε ταχύτητα, µε µεθόδους ορµπανικής έµπνευσης (νοµοθέτηση εν κρυπτώ και χωρίς διαβούλευση), µε κυνική συστηµατικότητα και µε ανάλγητη απέναντι σε ζώντες και νεκρούς µεθοδικότητα σε εξαφάνιση κάθε ιστορικού και κοινωνικού ίχνους ενός δηµοκράτη πολιτισµού. ∆ιαρρηγνύει τις άυλες και υλικές συνάψεις πολιτιστικής κληρονοµιάς και σύγχρονου πολιτισµού, τις άυλες και υλικές συνάψεις του πολιτισµού µε την κοινωνία.
Ο σύγχρονος πολιτισµός είναι το πρώτο µεγάλο θύµα. Με ευκαιρία την πανδηµία άρχισε η βίαιη αναδιάρθρωση του κόσµου του πολιτισµού: πρώτον, αποκόπηκε από την υλικότητα αλλά και την πνευµατικότητα της υπόλοιπης κοινωνίας. Ο πολύχρωµος λοιπόν κόσµος του σύγχρονου πολιτισµού, που απαρτίζεται από δηµιουργούς και καλλιτέχνες, από εργαζόµενους και µικροµεσαίες επιχειρήσεις, αντιµετωπίστηκε µε χυδαία ταξικότητα. Αποκλεισµένος από οποιοδήποτε έστω µίζερο και αποσπασµατικό πρόγραµµα στήριξης που αφορούσε την υπόλοιπη κοινωνία –αποσυνάγωγος και «ξένος», µια «άχρηστη», αόρατη «πολυτέλεια»–, αξιώθηκε κάποιες ελλιπέστατες (ύστερα από πολλές κινητοποιήσεις) ενισχύσεις, µόλις παραπάνω κατά κάτι από την πρώτη λίστα Πέτσα. Αυτή η ανάλγητη αντιµετώπιση της µεγάλης µάζας των εργαζοµένων στον πολιτισµό εν µέσω πανδηµίας ανταποκρίνεται στο στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης για τον πολιτισµό: αυτό του ολιγάρχη πολιτισµού, από λίγους για λίγους. Ηδη από τον προϋπολογισµό του 2020 (επαναλαµβάνεται και σε αυτόν του 2021) φάνηκε ότι η Ν∆ δεν θέλει έναν δηµοκράτη πολιτισµό. Επιδιώκει βίαιο ξεσκαρτάρισµα!
Η αντίληψη περί του ολιγάρχη πολιτισµού βρίσκει την πιο κραυγαλέα εφαρµογή της στην περίπτωση της πολιτιστικής κληρονοµιάς. Φράσεις όπως «τι τους ενδιαφέρει η Ακρόπολη, αφού δεν έχουν ανέβει ποτέ» ή «τι τους ενδιαφέρει η εξαγωγή αρχαιοτήτων, λες και έχουν πάει στα µουσεία», φράσεις που εκστοµίστηκαν είτε από την ίδια την υπουργό (για το τσιµέντωµα της Ακρόπολης) είτε από βουλευτές της Ν∆ για την εξαγωγή των αρχαιοτήτων για µισό αιώνα, είναι αποκαλυπτικές της νεοαποικιακής αντίληψης περί πολιτισµού µιας κυβέρνησης που αντιµετωπίζει την κοινωνία µε όρους πολιτισµικών διαιρέσεων: πολλοί «απολίτιστοι», λίγοι «πολιτισµένοι», πολλοί «µέτριοι», λίγοι «άριστοι». Ετσι αντιδηµοκρατικά και χωρίς διαβούλευση η κυβέρνηση αποφάσισε την εξαγωγή των κινητών µνηµείων της χώρας για 50 χρόνια. Αδιαφορώντας για τη σύγχρονη µουσειακή πολιτική, ποδοπατώντας τον αρχαιολογικό νόµο της χώρας, µε κυνισµό απέναντι στην πολιτιστική κληρονοµιά ενός λαού, νοµοθέτησε τη µακροχρόνια εξαγωγή των αρχαιοτήτων µε βαθιά αίσθηση ότι η πολιτιστική κληρονοµιά είναι ιδιοκτησία των «πολιτισµένων».
Ακριβώς µε τον ίδιο τρόπο αντιµετώπισε την Ακρόπολη. Με πρόσχηµα την αντιµετώπιση της πρόσβασης των ΑµεΑ στον βράχο, τον τσιµέντωσε χωρίς καµιά δηµοκρατική διαδικασία και πάλι χωρίς τις µελέτες που απαιτεί ένα τέτοιο έργο (δεν είναι τυχαίο ότι η Ακρόπολη πληµµύρισε αµέσως µετά το τσιµέντωµα). Ο βράχος –στέρεα αλλά και εύθραυστη, διαρκής υπενθύµιση των υψηλών καταθέσεων της δηµοκρατικής ανθρωπότητας στο παγκόσµιο ταµείο του δηµοκράτη πολιτισµού– αντιµετωπίστηκε µε την αλαζονεία και την υπεροψία του αποικιοκράτη. Είναι η ίδια αλαζονεία µε την οποία η υπουργός Πολιτισµού στάθηκε απέναντι στην πυρκαγιά στις Μυκήνες. Είναι η ίδια κυνική αλαζονεία που ο πρωθυπουργός έδειξε στη Θεσσαλονίκη και στις αρχαιότητές της. Σε αυτήν ανάγλυφα άλλωστε ξεδιπλώνεται µια πολιτική που συνδυάζει πελατειασµό, αναξιοκρατία, αδιαφορία για την πολιτιστική κληρονοµιά, αδιαφορία για την κοινωνία, αδιαφορία για τις έντονες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας (ψήφισµα ICOMOS). Η Ν∆ –η ίδια που δήθεν κοπτόταν για τη Θεσσαλονίκη επί µακεδονικού– αποκλείει την πόλη, τη χώρα αλλά και την ευρύτερη περιοχή από ένα µεγάλης αξίας έργο, πολιτιστικό, αναπτυξιακό και καινοτόµο (µετρό), προς δόξα κάποιων φίλων πελατών.
Τα έργα και οι ηµέρες της κυβέρνησης στον πολιτισµό δεν έχουν τέλος. Το τελευταίο οδυνηρό χτύπηµα αφορά την εξαγγελθείσα µε τυµπανοκρουσίες από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ιδιωτικοποίηση πέντε µεγάλων µουσείων στο όνοµα της χειραφέτησης και της αυτονοµίας τους. Είναι η ίδια λογική που διέπει την προσπάθεια έµµεσης ιδιωτικοποίησης των ΑΕΙ. Η ιδιωτικοποίηση των πέντε µεγάλων µουσείων ολοκληρώνει πλέον την εµπέδωση ενός ανταγωνιστικού και αγοραίου πολιτισµού, κατακερµατισµένου και αποσπασµατικού, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς συνέχειες, χωρίς βάθος ούτε προς το παρελθόν και σίγουρα ούτε προς το µέλλον. Επειδή στο µείζον αυτό θέµα θα επανέλθουµε διεξοδικά και αγωνιστικά, απλώς σηµειώνουµε ότι τα πέντε µεγάλα µουσεία, τα οποία βεβαίως θα χρηµατοδοτούνται και από το κράτος (αλλιώς δεν θα µπορούν να επιβιώσουν), αποσπώνται από την αλυσίδα αλληλεγγύης και πολιτιστικής ενότητας (ΤΑΠΑ) χάρη στην οποία χρηµατοδοτείται ο πολιτισµός, αρχαίος και σύγχρονος. Η Ν∆ επιδιώκει να συγκεντρώσει τον πολιτισµό στα χέρια λίγων, σε µερικούς µόνο τόπους, αφήνοντας το µεγαλύτερο µέρος της κοινωνίας και της χώρας σε µια πολιτιστική έρηµο.
Πηγή: left